Ανάγκη να χυθεί ταχύτατα «άπλετο φως» στις υποθέσεις επίορκων γιατρών του ΕΣΥ, η εξέταση των οποίων χρονίζει, απαιτεί το λαϊκό αίσθημα δικαιοσύνης, όπως φάνηκε με αφορμή την είδηση για την επιστροφή του επίορκου χειρουργού στον Ευαγγελισμό.
Εδώ και καιρό, 60 τέτοιες υποθέσεις “σκονίζονται στα συρτάρια” του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου (ΚΠΣ), το οποίο συνεδρίασε για τελευταία φορά τον περασμένο Ιούνιο. Έκτοτε, οι διαδικασίες “πάγωσαν” λόγω συνταξιοδότησης του Προέδρου του. Όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, το ΚΠΣ έχει αλλάξει πολλούς Προέδρους τα τελευταία χρόνια. Όλοι είχαν διοριστεί σε αυτή τη θέση από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, λίγο πριν τη “δύση” της καριέρας τους, αφήνοντας κάθε υπόθεση που έπιαναν στα χέρια τους κυριολεκτικά στη μέση.
Η γενική κατακραυγή για την επιστροφή του επίορκου γιατρού στον Ευαγγελισμό, ο φάκελος του οποίου παρέμεινε σφραγισμένος για 1,5 χρόνο μέχρι που παρήλθε ο χρόνος που προβλεπόταν για να εξεταστεί η υπόθεση, κινητοποίησε τον υπηρεσιακό υπουργό Υγείας, όπως ανέδειξε πρώτο το Virus (δες εδώ). Αρκεί όμως ο διορισμός νέου Προέδρου στο ΚΠΣ για να βγουν οι δεκάδες εκκρεμείς υποθέσεις από το ντουλάπι;
Όπως αναφέρει στο Virus ο Δημήτρης Βαρβάβας, Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), η συνεχής εναλλαγή Προέδρων στο ΚΠΣ, αποδεικνύει καταρχήν μια σαφή υποτίμηση του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει το συγκεκριμένο Όργανο, εκ μέρους της ίδιας της Πολιτείας. Παράλληλα, η Ματίνα Παγώνη, Πρόεδρος της Ένωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Αθήνας-Πειραιά (ΕΙΝΑΠ), μιλώντας στο Virus, αναδεικνύει ως «τροχοπέδη» στη λειτουργία του ΚΠΣ τη σύνθεση του 7μελούς Οργάνου, στο οποίο μετέχουν: 3 δικαστικοί υπάλληλοι (ένας εκ των οποίων είναι ο Πρόεδρος), 1ας Διοικητής ΥΠΕ, ο Πρόεδρος του ΚΕΣΥ, ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΠΙΣ (γιατρός).
Η συγκεκριμένη σύνθεση λειτουργεί παροπλιστικά στη λήψη ορθών αποφάσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα, τονίζουν οι θεσμικοί εκπρόσωποι των γιατρών, αναφέροντας ενδεικτικά τις υποθέσεις που αφορούν σε ιατρικά λάθη για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις. Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι στο παρελθόν οι γιατροί που συμμετείχαν στο ΚΠΣ ήταν περισσότεροι, αλλά αυτό άλλαξε πριν από κάποια χρόνια με σκοπό να υπάρξει μεγαλύτερη αντικειμενικότητα. Όπως υπογραμμίζουν όμως οι θεσμικοί εκπρόσωποι των γιατρών, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς οι ποινές που προβλέπουν τα δικά τους πειθαρχικά όργανα σε δευτεροβάθμιο επίπεδο για όσους επίορκους κριθούν ένοχοι, είναι πολύ πιο βαριές. Συνάμα, οι υποθέσεις προχωράνε πολύ πιο γρήγορα.
Όπως λέει η κ. Παγώνη, το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΠΙΣ, το οποίο συνεδριάζει ανά 20 μέρες περίπου, την τελευταία φορά εξέδωσε 2 καταδικαστικές αποφάσεις σε σύνολο 6. Από την άλλη, το ΚΠΣ εξέτασε μόλις 7 υποθέσεις τον τελευταίο χρόνο, από τις περίπου 60 που εκκρεμούν, σημειώνει. Στο μεταξύ, κάθε συνεδρίαση του Οργάνου διαρκεί 3 με 4 ώρες και μπορεί να αφορά μόνο στην προκαταρκτική εξέταση μίας υπόθεσης, η εκδίκαση της οποίας συχνά παραπέμπεται σε επόμενη συνεδρίαση, προκειμένου τα μέλη του ΚΠΣ να έχουν τον απαιτούμενο χρόνο να κάνουν ερωτήσεις και να μελετήσουν τα στοιχεία προτού αποφανθούν.
Ο διορισμός νέου Προέδρου στο ΚΠΣ και το «σφύριγμα λήξης» των εκλογών, πιθανώς να απομακρύνει τα «φώτα» της δημοσιότητας από το πρόβλημα που ανέδειξε η επιστροφή του επίορκου γιατρού στον Ευαγγελισμό. Ίσως μάλιστα κάποια στιγμή, να διευρυνθεί η σύνθεση του ΚΠΣ με τη συμμετοχή περισσότερων γιατρών ή οι ποινές να γίνουν πιο σκληρές.
Άραγε, αυτές ή άλλες γραφειοκρατικές παρεμβάσεις αρκούν για να εκλείψουν τα φαινόμενα διαφθοράς στο χώρο της Υγείας; Σίγουρα όχι. Θα περιοριστούν μήπως; Ίσως…
Το βέβαιο είναι ότι ο ιατρικός κλάδος επιθυμεί να «καθαρίσει» το όνομά του και να σταματήσει να λοιδορείται μαζικά, ενώ οι ασθενείς επιθυμούν να δουν να αποδίδονται ευθύνες όπου αυτές υπάρχουν.
Η διαφθορά, όμως, είναι ένα φαινόμενο που διαπερνά κάθε δημόσια έκφραση της ανθρώπινης ζωής στη σημερινή κοινωνία, γεγονός το οποίο απαιτεί πρωτίστως πολιτική αντιμετώπιση, στο πλαίσιο μιας διαφορετικής θεώρησης των πραγμάτων συνολικά. Θεωρητικά, ο συγκεκριμένος τομέας θα μπορούσε να αποτελέσει μια εξαιρετική ευκαιρία για την επόμενη κυβέρνηση – όποια κι αν είναι αυτή – να επιδείξει έργο στον λεγόμενο «πόλεμο» κατά της διαφθοράς. Το θέμα είναι αν υπάρχει πραγματικά η πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου