Σελίδες

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

«Στα ευρωπαϊκά... ύψη η επιβάρυνση των πολιτών για την Υγεία!»



Υπερδιπλάσια σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει στη χώρα μας η επιβάρυνση των πολιτών σε σχέση με το εισόδημα, δηλώνει σήμερα στο liberal.gr ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης, ο οποίος θεωρεί ότι η διευκόλυνση της πρόσβασης των ασθενών στα φάρμακά τους δεν αποτελεί ένα μονοδιάστατο και απλό πρόβλημα.

Συνέντευξη στον Βασίλη Βενιζέλο - LIBERAL.GR

Κύριε καθηγητά, ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός ισχυρίσθηκε πρόσφατα στην Βουλή ότι επιλύθηκε τελικώς το πρόβλημα με την πρόσβαση των καρκινοπαθών στα ακριβά φάρμακά τους... Πιστεύετε ότι το θέμα της πρόσβασης των ασθενών στα φάρμακά τους έχει απλώς σχέση με τη δυνατότητα των φαρμακείων των νοσοκομείων του ΕΣΥ της χώρας μας να τα χορηγούν απρόσκοπτα;

Δυστυχώς το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο και δεν εξαντλείται στο κανάλι διανομής των φαρμάκων. Έχοντας μελετήσει σε βάθος το ζήτημα της πρόσβασης των ασθενών στη θεραπεία τα τελευταία χρόνια, είμαι σε θέση να αναφέρω ότι τα προβλήματα που σημειώνουν οι ίδιοι οι ασθενείς αφορούν μια σειρά από παραμέτρους, από την πρόσβαση στον ιατρό έως την τελική διαθεσιμότητα των προϊόντων στα σημεία χορήγησης. Μην ξεχνάμε ότι πλέον, η ιατρική επίσκεψη με ίδια δαπάνη δεν είναι μια αυτονόητη επιλογή, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, ενώ, και η διαθεσιμότητα των συμβεβλημένων με την κοινωνική ασφάλιση ιατρών έχει περιοριστεί αισθητά λόγω της ανολοκλήρωτης παρέμβασης στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Σε αυτά προστίθενται προβλήματα που έχουν να κάνουν με την απόσταση από το σημείο χορήγησης του φαρμάκου, την αδυναμία μετακίνησης του ασθενούς κ.ά. Στο σημείο αυτό είναι κρίσιμο να υπογραμμισθεί ότι το όλο σύστημα «υποθέτει» πως σε κάθε νοικοκυριό με ασθενή με καρκίνο ή άλλο σοβαρό νόσημα υπάρχει διαθέσιμος υποστηρικτικός μηχανισμός από το συγγενικό ή κοινωνικό περιβάλλον κάτι το οποίο δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Ασφαλώς, το βασικό πρόβλημα φαίνεται πως είναι η αδυναμία προμήθειας των φαρμάκων αυτών από τα δημόσια νοσοκομεία, το οποίο, θεραπεύτηκε -θα έλεγα ικανοποιητικά- από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ. Φυσικά, το νοσοκομειακό δίκτυο προσφέρει περισσότερες επιλογές, ωστόσο, κατά την άποψή μου, θα έπρεπε να δεσμευτεί ένας ξεχωριστός προϋπολογισμός για την υποστήριξη αυτού του δικτύου. Επιπλέον, είναι σημαντικό να επεκταθούν πρωτοβουλίες όπως αυτή του ΕΟΠΥΥ για την αποστολή των φαρμάκων σε δομές υγείας απομακρυσμένων περιοχών, προκειμένου να αποφευχθεί η ταλαιπωρία των ασθενών, οι οποίοι αναγκάζονται να διανύουν μεγάλες αποστάσεις προκειμένου να λάβουν τη θεραπεία τους.

Ήσασταν ίσως ο πρώτος ο οποίος μίλησε στην χώρα μας για το φαινόμενο της αποασφάλισης των ασφαλισμένων του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ). Τι έκταση έχει λάβει το φαινόμενο και τι σημαίνει ακριβώς;

Ήδη από τα μέσα του 2012, η οικονομική κατάσταση του Οργανισμού εξέπεμπε σήματα κινδύνου, δεδομένου ότι οι δεσμεύσεις αφ’ ενός για ρύθμιση των οφειλών των ταμείων που εντάχθηκαν σε αυτόν και εφ’ ετέρου για συστηματική ροή πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό και τους ασφαλιστικούς φορείς δεν τηρήθηκαν ποτέ. Κατ’ αποτέλεσμα, το πλαίσιο παροχών μετέφερε διαρκώς βάρη στους ασφαλισμένους, ενώ, ειδικά στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, οι υπό ασφαλιστική κάλυψη επιλογές περιορίστηκαν δραματικά. Νομοτελειακά, το ποσοστό συμμετοχής των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη σχεδόν τριπλασιάστηκε, όπως αυξήθηκε και το αντίστοιχο για νοσηλεία στις ιδιωτικές δομές, παρά το γεγονός ότι η πίεση που ασκείται τα τελευταία χρόνια στα δημόσια νοσοκομεία, καθιστά σε πολλές περιπτώσεις την ιδιωτική επιλογή ως τη μοναδική επιλογή. Στο επιχείρημα δε ότι η (θεσμοθετημένη) συμμετοχή που επιβλήθηκε στα παραπάνω είναι αντίστοιχη άλλων ευρωπαϊκών χωρών, θα ήθελα να τονίσω ότι η συνολική επιβάρρυνση των πολιτών της χώρας μας για υπηρεσίες υγείας σε σχέση με το εισόδημα, εξακολουθεί να είναι υπερδιπλάσια σε σύγκριση με τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο.

Η πρότασή σας, μεταξύ άλλων πανεπιστημιακών, για την κατάργηση της απόλυτης σύνδεσης της ιδιότητας του εργαζομένου με την ασφαλιστική ικανότητα δεν έχει βρει ακόμη ευήκοα ώτα στην κυβέρνηση. Θεωρείτε ότι η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών Υγείας και η αποκλειστική σύνδεση της ασφαλιστικής ικανότητας με την ιδιότητα του πολίτη, μέσω της γενικής φορολογίας, αποτελεί επείγουσα πλέον λύση ή αυτό εμποδίζεται από την τρομακτική πολιτική υπερφορολόγησης των πάντων, την οποία εφαρμόζει η κυβέρνηση;

Οι επιστημονικές προσεγγίσεις έχουν το προνόμιο -εφ’ όσον το επιθυμούν- να είναι απαλλαγμένες από ιδεοληψίες και δογματισμούς και, με τον τρόπο αυτό, να προσαρμόζονται στις συνθήκες που επικρατούν, κομίζοντας λύσεις που είναι εφικτές και ρεαλιστικές. Υπό μια τέτοια οπτική, η πρότασή μας για μετάβαση σε ένα υπόδειγμα χρηματοδότησης του συστήματος υγείας από τη φορολογία εξυπηρετεί κατ’ αρχήν την ανάγκη καθολικής κάλυψης του πληθυσμού, ανεξάρτητα από το εργασιακό status. Περαιτέρω, ικανοποιεί και αναπτυξιακούς στόχους δεδομένου ότι η μείωση του κόστους εργασίας δύναται να δώσει κίνητρα για απασχόληση και «επιστροφή» χαμένων πόρων στην οικονομία. Ωστόσο, το εγχείρημα δεν είναι απλό γι΄αυτό η πρότασή μας αναφέρεται σε σταδιακή μετάβαση (με ορίζοντα 5ετίας), προκειμένου να απορροφάται το δημοσιονομικό κενό που θα προκύπτει κάθε έτος. Πάντως, μην ξεχνάμε ότι από το 2002 παρατηρούμε μια ακούσια μετάβαση σε ένα τέτοιο υπόδειγμα, καθώς η συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού στην κάλυψη των δαπανών της κοινωνικής ασφάλισης τριπλασιάστηκε, υπό το βάρος των ελλειμμάτων των τελευταίων. Τέλος, η πρόταση αυτή έχει και έντονα, αξιακά ερείσματα, αφού οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην αγορά εργασίας έχουν καταστήσει ανασφάλιστα πολλά άτομα που επί μακρόν ήταν ασφαλισμένα και έχουν εισφέρει αξιοσημείωτους πόρους στο σύστημα.

Διατελέσατε στη θέση του αντιπροέδρου του ΕΟΠΥΥ από την ίδρυση του Οργανισμού. Γνώμη σας είναι ότι η ενίσχυση της δημοσίας χρηματοδότησης του ΕΟΠΥΥ και η απευθείας απόδοση όλων των ασφαλιστικών εισφορών Υγείας από τα ασφαλιστικά ταμεία στον Οργανισμό λύνουν αυτομάτως το πρόβλημα το οποίο ονομάζεται εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας του ΕΟΠΥΥ ή απλουστεύουμε ιδιαιτέρως με αυτόν τον τρόπο;

Η βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης εν γένει, δεν επιλύεται με διαχειριστικές διευθετήσεις. Στη μικρή περίοδο κατά την οποία συμμετείχα στη διοίκηση του οργανισμού, οι μόνοι σταθεροί πόροι προέρχονταν από τον ΟΠΑΔ, και αυτό χάρις στην πρόσφατη, τότε, μετατροπή του σε ασφαλιστικό ταμείο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα οι πόροι του να αποδίδονται απ’ ευθείας σε αυτόν. Για όλες τις άλλες πηγές (κρατικός προϋπολογισμός και έσοδα από εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων εκτός δημόσιου τομέα), υπήρχε μια διαρκής αμφιβολία, καθώς, αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την πορεία της οικονομίας. Συνεπώς, η είσπραξη των πόρων των ταμείων απ’ ευθείας από τον ΕΟΠΥΥ ως μέτρο επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων του Οργανισμού, εκτός από το ότι προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός τέτοιου μηχανισμού, υποθέτει ότι συνολικά τα έσοδα επαρκούν για να καλύψουν τις δαπάνες για συντάξεις και υπηρεσίες υγείας και ότι απλά, απαιτείται επιτάχυνση στη ροή του χρήματος. Δυστυχώς αυτή η υπόθεση δεν ευσταθεί γι’ αυτό και έχουμε προτείνει άλλες, πιο διαρθρωτικές πρεμβάσεις στο σύστημα χρηματοδότησης. Να θυμίσω δε ότι ο ΕΟΠΥΥ δεν αποτελεί ασφαλιστικό οργανισμό αλλά, ουσιαστικά, έναν φορέα που διαπραγματεύεται για λογαριασμό των ασφαλισμένων και εγγυάται την κάλυψη των αναγκών υγείας τους σε ό,τι αφορά το οικονομικό σκέλος. Κατά την άποψή μου θα έπρεπε να διαχειρίζεται το σύνολο της δημόσιας δαπάνης υγείας, την οποία θα κατανέμει θέτοντας στόχους ποιότητας, υιοθετώντας ένα σύστημα αποζημίωσης με βάση την απόδοση των δομών υγείας. Μέχρι τότε, αναμένουμε ενίσχυση της διαπραγματευτικής του παρουσίας αφού, παρά το ότι πλέον το κόστος των υπηρεσιών υγείας στο πλαίσιο του ΕΟΠΥΥ είναι κατά 50% μικρότερο σε σχέση με την προ ΕΟΠΥΥ περιοδο, υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης πόρων. Ωστόσο, καθώς η συνολική χρηματοδότηση του συστήματος από δημόσιους πόρους παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, θα πρέπει να υπάρξει μια «συμφωνία» για την παραμονή των χρημάτων που θα εξοικονομηθούν από την εντατική διαπραγμάτευση στο σύστημα υγείας αφού, την ίδια στιγμή, σημαντικές ανάγκες υγείας παραμένουν ακάλυπτες ή καλύπτονται μερικώς. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η οδοντιατρική περίθαλψη, η φαρμακευτική αγωγή για ασθενείς με ηπατίτιδα C, κ.ά.

Κύριε καθηγητά, με τα πανεπιστήμια τι γίνεται; Ζουν την απόλυτη παρακμή τους στη χώρα μας ή δουλεύουν αποτελεσματικά, αλλά αθόρυβα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας; Εμπνέουν έναν νεαρό πανεπιστημιακό προκειμένου αυτός να προσφέρει το μάξιμουμ των ακαδημαϊκών δυνατοτήτων του στους φοιτητές του, στην επιστημονική έρευνα και, ασφαλώς, στην κοινωνία;

Τα ελληνικά πανεπιστήμια, παρά την όποια αυτοτέλειά τους, αποτελούν, δυστυχώς, μια μικρογραφία του κράτους. Η υποχρηματοδότηση και η γραφειοκρατία συνιστούν βαρίδια στην περαιτέρω ανάπτυξή τους, την ίδια όμως στιγμή που υπάρχει ατολμία απένταντι σε αλλαγές που θα ενίσχυαν τη διεθνή παρουσία τους. Για παράδειγμα, σε μία ευρύτερη γεωγραφική περιοχή με αυξημένες, πλέον, εκπαιδευτικές ανάγκες, η οργάνωση ξενόγλωσσων μεταπτυχιακών προγραμμάτων θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Το ίδιο ισχύει και για την έρευνα, όπου η λειτουργία του μηχανισμού υποστήριξης των ερευνητικών προγραμμάτων είναι τόσο σύνθετη και δύσκαμπτη, που, συχνά, αποθαρρύνει τους ερευνητές και ουσιαστικά αποτελεί εμπόδιο σε διεθνείς συνεργασίες και προσέλκυση πόρων. Πιστεύω δε ακράδαντα ότι τα Πανεπιστήμιά μας έχουν τεράστιες δυνατότητες και θα μπορούσαν, όχι μόνο να είναι σε μεγάλο βαθμό αυτο-χρηματοδοτούμενα, αλλά και να αποτελέσουν βασικό σύμμαχο του κράτους στο πλαίσιο της προσπάθειας για ανάκαμψη της οικονομίας. Υπάρχουν, μάλιστα, ερευνητικά πεδία, στα οποία η χώρα θα μπορούσε να πρωταγωνιστεί στο διεθνές επιστημονικό περιβάλλον και, με όχημα τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, να καταστεί πόλος έλξης επενδύσεων. Για να επιτευχθεί βέβαια κάτι τέτοιο, θα πρέπει να εδραιωθούν η αξιοκρατία και η εξωστρέφεια και να δοθούν κίνητρα στους επιστήμονες αλλά και στα τμήματα που διαπρέπουν και καινοτομούν. Αντίθετα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η καινοτομία σχεδόν «τιμωρείται» και η αξιολόγηση εκλαμβάνεται ως απειλή. Υπηρετώντας για πάνω από μία δεκαετία το δημόσιο πανεπιστήμιο, θεωρώ την αξιολόγηση μια ευκαιρία ανάδειξης των όποιων αδυναμιών -προκειμένου να προβούμε σε διορθωτικές ενέργειες- αλλά και των ευκαιριών και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτουμε. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι, παρά τις δυσκολίες, πολλοί απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων διαπρέπουν στο εξωτερικό, γεγονός το οποίο αντανακλά τις δυνατότητες που υπάρχουν για περαιτέρω ανάπτυξη στο πεδίο αυτό. Πάντως, συνολικά, θα έλεγα ότι η πολιτεία δεν έχει αξιοποιήσει ούτε κατ’ ελάχιστο τις δυνατότητες των ελληνικών πανεπιστημίων...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου