Σελίδες

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

200 εκατ. πάνω από το κράτος πληρώνουν οι φαρμακευτικές για περίθαλψη


In.gr

Περιορισμούς στα νέα φάρμακα, αυξημένες υποχρεωτικές επιστροφές και ελλιπή κίνητρα για επενδύσεις βλέπει ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) στη φαρμακευτική πολιτική της χώρας


Πρόσβαση μόνο στο 42% των νέων φαρμάκων έχουν οι Έλληνες ασθενείς και αυτό, δυο χρόνια μετά την έγκρισή τους, όταν οι Γερμανοί ασθενείς έχουν στη διάθεσή τους τα φάρμακα αυτά μετά από ένα τετράμηνο από τη στιγμή που εγκρίθηκαν.

Η χρηματοδότηση της φαρμακευτικής περίθαλψης είναι τόσο περιορισμένη, που είναι σαφώς χαμηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, με την φαρμακευτική βιομηχανία να καλύπτει τις ανάγκες των ασθενών, πληρώνοντας με τη μορφή υποχρεωτικών επιστροφών 200 εκατ. ευρώ παραπάνω από όσα καταβάλλει το κράτος για την φαρμακευτική περίθαλψη του πληθυσμού.

Στα δύο αυτά σημεία εστιάζει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) Ολύμπιος Παπαδημητρίου σε συνέντευξή του στο in.gr, επισημαίνοντας παράλληλα πως σε ότι αφορά την προσέλκυση επενδύσεων, χρειάζεται περιβάλλον σταθερότητας, προβλεψιμότητας, διαφάνειας, λιγότερης φορολόγησης και γραφειοκρατίας και γρήγορη απόδοση δικαιοσύνης.

Στόχος η επένδυση των φαρμακευτικών σε προσέλκυση περισσότερων κλινικών Μελετών

Η πρόοδος της επιστήμης, φέρνει στην πόρτα μας καινούριες θεραπείες. Πόσο προσβάσιμες είναι αυτές στην Ελλάδα;

Η φαρμακοβιομηχανία επενδύει τεράστια ποσά στην Έρευνα και Ανάπτυξη και εργάζεται ακούραστα για την ανακάλυψη και κυκλοφορία νέων φαρμάκων. Σήμερα 8.000 μόρια/νέα φάρμακα βρίσκονται παγκοσμίως υπό ανάπτυξη.

Την περίοδο 2018-2021 πήραν έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκου (ΕΜΑ) 168 νέα φάρμακα στην Ευρώπη (Pipeline Review, μελέτη της IQVIA για την EFPIA). Από αυτές τις 168 θεραπείες μόλις οι 90 κυκλοφορούν στην Ελλάδα, με τους ασθενείς να έχουν άμεση και πλήρη πρόσβαση μόλις στο 42% αυτών.

Η χώρα μας βρίσκεται ψηλότερα στη διάθεση νέων φαρμάκων από τον μέσο όρο της ΕΕ (47%) και ο δείκτης αυτός είναι ακόμα υψηλότερος στα ογκολογικά φάρμακα (70%) και στα φάρμακα για σπάνιες παθήσεις (56%). Φαίνεται δηλαδή πως σε ό,τι αφορά στις σοβαρές παθήσεις οι ασθενείς στη χώρα μας έχουν πρόσβαση.

Η πρόσβαση αυτή, όμως, δεν είναι καθολική, δηλαδή για όλους. Συγκεκριμένα, από τα φάρμακα αυτά μόνο το 58% είναι πλήρους πρόσβασης και αποζημιώνεται για όλους τους Έλληνες ασθενείς. Τα περισσότερα έρχονται μέσω του ΙΦΕΤ και του Συστήματος Ηλεκτρονικής Προέγκρισης (ΣΗΠ) για περιορισμένο αριθμό ασθενών.

Τέλος, το πιο σημαντικό είναι ότι οι νέες θεραπείες καθυστερούν να πάρουν αποζημίωση στην Ελλάδα δύο (2) χρόνια, έξι μήνες περισσότερο από την προηγούμενη περίοδο (2017-2020), την ίδια στιγμή που οι πολίτες της Γερμανίας για παράδειγμα μπορούν να έχουν πρόσβαση μέσα σε 128 ημέρες.Η χρηματοδότηση στο σύστημα υγείας είναι ελλιπής και οι επιπτώσεις φαίνονται και στο φάρμακο. Ποιό είναι το αποτέλεσμα για τους ασθενείς και ποιό για τις φαρμακευτικές;

Ο περιορισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στη χώρα μας ξεκίνησε την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων και επέφερε δραστική μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης για το φάρμακο, η οποία δυστυχώς συνεχίζεται έως σήμερα και έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να υστερεί σημαντικά στη συνολική δημόσια κατά κεφαλή χρηματοδότηση του φαρμάκου. Εξετάζοντας τα στοιχεία διαπιστώνουμε πως η συνολική δημόσια κατά κεφαλή χρηματοδότηση του φαρμάκου στην Ελλάδα είναι 245 ευρώ, ενώ στις χώρες τις Νότιας Ευρώπης είναι 353 ευρώ και στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης 491 ευρώ.

Επιπλέον, σε όλη την Ευρώπη καταγράφεται μια αύξηση της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης (σε επίπεδο φαρμακείου) 5% – 15% ανά έτος, αυτή στη χώρα μας είναι περίπου στο 7%, αλλά δεν συνοδεύεται με αντίστοιχη αναπροσαρμογή της δημόσιας χρηματοδότησης από την Πολιτεία.

Το αποτέλεσμα της υποχρηματοδότησης είναι η μετακύληση του βάρους στη φαρμακοβιομηχανία με την μορφή υποχρεωτικών επιστροφών αφού το κράτος χρησιμοποιεί καταχρηστικά αυτή τη μεθοδολογία για να διασφαλίσει τα απαραίτητα για τους πολίτες φάρμακα. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι μια εξωπραγματική υπερφορολόγηση των εταιρειών, η οποία θέτει σε κίνδυνο τη διαθεσιμότητα σημερινών αλλά κυρίως μελλοντικών, καινοτόμων θεραπειών στο Ελληνικό σύστημα υγείας.

Το 2022 είναι η πρώτη χρονιά που η συνεισφορά των φαρμακευτικών εταιριών στη φαρμακευτική δαπάνη (μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών) υπερέβη κατά περίπου διακόσια εκατομμύρια ευρώ (200 εκατ. ευρώ) την δημόσια χρηματοδότηση από την Πολιτεία, ένα πρωτοφανές γεγονός, αφού σε κανένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος η συνεισφορά της βιομηχανίας δεν υπερβαίνει εκείνη της Πολιτείας!

Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι χρειάζεται συνολικός εξορθολογισμός της δημόσιας φαρμακευτικής χρηματοδότησης, ο οποίος θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες του συστήματος σε φάρμακα, το υγειονομικό και δημογραφικό προφίλ της χώρας μας, αλλά και τις νέες καινοτόμες θεραπείες που έρχονται. Για κάποιες κατηγορίες φαρμακευτικής δαπάνης πρέπει να αναζητηθούν κονδύλια από άλλες πηγές, όπως για παράδειγμα για την φαρμακευτική κάλυψη των ανασφάλιστων πολιτών.

Είναι απορίας άξιο πώς γίνεται, ενώ η ανεργία βαίνει συνεχώς μειούμενη, η δαπάνη για τους ανασφάλιστους συμπολίτες μας συνεχώς να αυξάνεται και να υπερβαίνει πλέον τα 300 εκατ. ευρώ ετησίως (2022).

Άλλη κατηγορία για την οποία πρέπει να προβλεφθεί ξεχωριστή πρόσθετη χρηματοδότηση είναι τα φάρμακα που εισάγει ο ΙΦΕΤ, σε τιμές υψηλότερες από αυτές που θα επιτυγχάνονταν εφόσον διακινούνταν μέσω της κανονικής οδού στη χώρα. Μιλάμε για μια συνολική δαπάνη της τάξης των 200 εκατ. ευρώ ετησίως. Ας σημειωθεί δε, πως το ΙΦΕΤ, όντας κρατικός φορέας δεν καταβάλλει clawback -παρότι του καταλογίζεται- χωρίς να έχει οποιαδήποτε συνέπεια.Οι ελλείψεις ταλαιπωρούν σημαντικά τους ασθενείς, κυρίως για πρωτότυπα φάρμακα. Πώς βλέπετε να λύνεται το πρόβλημα;

Οι ελλείψεις φαρμάκων αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα πανευρωπαϊκά και παγκόσμια, όχι μόνο στην Ελλάδα, το οποίο συνδέεται, μεταξύ άλλων, και με την έλλειψη πρώτων υλών διεθνώς αλλά και άλλων υλικών και εξαρτημάτων που είναι εξειδικευμένα για την φαρμακοβιομηχανία. Η Ελλάδα είναι σε καλύτερη θέση από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. λόγω της δυνατής εγχώριας παραγωγής σε φάρμακα εκτός προστασίας. Ο βασικός λόγος που παρατηρούνται ελλείψεις στη χώρα μας σε φάρμακα (εντός και εκτός προστασίας) είναι γιατί έχουμε πολύ χαμηλές τιμές, βάσει του ισχύοντος συστήματος τιμολόγησης φαρμάκων (τα αποζημιούμενα φάρμακα είναι είδος υπό διατίμηση και οι τιμές τους κατά κανόνα, μόνο μειώνονται). Για παράδειγμα το μέσο πρωτότυπο φάρμακο στην Ελλάδα είναι στο μισό της τιμής που έχει στην Ευρώπη και στο 1/5 της τιμής που έχει στη Γερμανία, γεγονός που ευνοεί τις παράλληλες εξαγωγές, με αποτέλεσμα οι ασθενείς σε πολλές περιπτώσεις να στερούνται τα φάρμακα που έχουν ανάγκη. Η Ελλάδα αναγκάζεται να εφαρμόσει απαγόρευση εξαγωγών, όπως κάνουν και άλλες δέκα χώρες στην Ευρώπη, με σκοπό τη διασφάλιση της Δημόσιας Υγείας.

Η πρόταση του ΣΦΕΕ στην Πολιτεία για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ελλείψεων είναι πλήρης διαφάνεια σε όλη την αλυσίδα διακίνησης του φαρμάκου. Οι φαρμακευτικές εταιρίες υποβάλλουν καθημερινά (από τον Μάιο 2016) αναλυτική αναφορά των πωλήσεων τους στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΟΦ), ανά κωδικό προϊόντος και ανά ΑΦΜ πελάτη, ενώ έχουν καθήκον να ενημερώνουν τον ΕΟΦ για οποιαδήποτε προβλήματα εφοδιασμού της αγοράς νωρίτερα, είτε αυτά προκύπτουν από προβλήματα παραγωγής είτε από υπερβολική αύξηση της ζήτησης. Ήδη το Υπουργείο Υγείας έχει αναθέσει σε ανεξάρτητο πάροχο τη δημιουργία πλατφόρμας για την παρακολούθηση της διακίνησης των φαρμάκων και την ενημέρωση γιατρών και πολιτών για ποια φάρμακα βρίσκονται σε έλλειψη. Μάλιστα, ως ΣΦΕΕ συμμετέχουμε σε μια πρόσφατα συγκροτηθείσα επιτροπή για τη διαχείριση των ελλείψεων φαρμάκων στο Υπουργείο και ευελπιστούμε σε ταχεία εύρεση λύσεων για το θέμα αυτό, προς όφελος των ασθενών.Από πλευράς επενδύσεων, οι κλινικές μελέτες δεν είναι τόσο ανεπτυγμένες στη χώρα μας, όσο σε άλλες ευρωπαϊκές. Τι πρέπει να γίνει για να αποτελέσει η Ελλάδα πόλο έλξης τέτοιων επενδύσεων από τις διεθνείς φαρμακευτικές;

Πράγματι από τα 44 δις ευρώ που επενδύονται στο σύνολο της Ευρώπης για τη διεξαγωγή κλινικών μελετών η χώρα μας απορροφά περίπου 100 εκατ. ευρώ και ο στόχος μας τώρα πρέπει να είναι πώς η χώρα μας θα προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις σε κλινικές μελέτες. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να βελτιωθεί το υπάρχον πλαίσιο κινήτρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) για τις κλινικές μελέτες, ώστε να λειτουργήσει πιο πετυχημένα, όπως έγινε με τις παραγωγικές επενδύσεις – εργοστάσια.

Σημαντικό, όμως, για την προσέλκυση επενδύσεων είναι ένα περιβάλλον που θα χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια σταθερότητα, παράλληλα βέβαια με προβλεψιμότητα, διαφάνεια, μείωση της υπερφορολόγησης και της γραφειοκρατίας και γρήγορη απόδοση δικαιοσύνης.

1 σχόλιο:

  1. Κάτι ανάλογο κάνουν και οι εργαστηριακοί γιατροί !Εδώ και χρόνια έχουν αναλάβει τις εξετάσεις του ελληνικού λαού λαμβάνοντας ένα φιλοδώρημα συμμετοχής απο το κράτος !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή