Σελίδες

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Καρκίνος: Διαγνωστικό «όπλο» οι εξετάσεις αίματος

Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι απλές εξετάσεις αίματος στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου

Στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου στομάχου βοηθά, σύμφωνα με έρευνα, η σωστή «ανάγνωση» των αποτελεσμάτων των εξετάσεων αίματος ρουτίνας.

Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος ρουτίνας μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό «όπλο» στην ταχύτερη διάγνωση του καρκίνου σε άτομα με πόνους στο στομάχι ή φούσκωμα στην κοιλιά.

Αυτό έδειξε νέα μελέτη με επικεφαλής ερευνητές του University College του Λονδίνου (UCL) – μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας καθηγητής Επιδημιολογίας του Καρκίνου δρ Γεώργιος Λυρατζόπουλος – που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «PloS Medicine».

Μελέτη σε χιλιάδες άτομα

Η μελέτη βασίστηκε σε ανάλυση δεδομένων σχετικά με περισσότερα από 400.000 άτομα ηλικίας 30 ετών και άνω που επισκέφθηκαν τον γενικό γιατρό τους στη Βρετανία εξαιτίας πόνων στο στομάχι καθώς και περισσότερα από 50.000 άτομα που κατέφυγαν στον γενικό γιατρό τους λόγω φουσκώματος στην κοιλιακή χώρα. Τα δύο τρίτα των ασθενών αυτής της ομάδας υποβλήθηκαν σε εξετάσεις αίματος μετά την επίσκεψή τους στον γιατρό.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η σωστή «ανάγνωση» των αποτελεσμάτων των εξετάσεων αίματος ρουτίνας μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά στην έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου. Συγκεκριμένα τα μη φυσιολογικά αποτελέσματα σε 19 κοινούς δείκτες αίματος φάνηκε να συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο διάγνωσης καρκίνου μέσα σε διάστημα ενός έτους.

Η ερευνητική ομάδα εκτίμησε ότι αν αυτά τα μη φυσιολογικά αποτελέσματα λαμβάνονταν υπόψη θα υπήρχε αύξηση κατά 16% στον αριθμό των ατόμων με μη διαγνωσμένο καρκίνο που θα παραπέμπονταν εσπευσμένα για περαιτέρω εξετάσεις σε σύγκριση με το αν η αξιολόγηση βασιζόταν αποκλειστικά στα συμπτώματα, στην ηλικία και στο φύλο.

Έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία

Το ποσοστό αυτό θα μεταφραζόταν σε έξι επιπλέον άτομα με αδιάγνωστο καρκίνο που θα παραπέμπονταν εκτάκτως για περαιτέρω αξιολόγηση ανά 1.000 άτομα τα οποία επισκέφθηκαν τον γενικό γιατρό τους με πόνους ή φούσκωμα στην κοιλιά.

Η κύρια συγγραφέας της μελέτης δρ Μίνα Ραφίκ από το Τμήμα Συμπεριφορικής Επιστήμης και Υγείας του ανέφερε ότι «η μελέτη μας δείχνει πως μπορούμε να βελτιώσουμε τα ποσοστά ανίχνευσης του καρκίνου με χρήση εξετάσεων αίματος που είναι ήδη διαθέσιμες και αποτελούν εξετάσεις ρουτίνας για ασθενείς με μη ειδικά συμπτώματα των οποίων η αιτία είναι ασαφής. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος χαμηλού κόστους για πιο πρώιμη διάγνωση του καρκίνου και πιθανώς για πιο επιτυχημένη θεραπεία του».

Για τη διεξαγωγή της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν ανώνυμα δεδομένα ασθενών τα οποία συνελέγησαν από ένα δίκτυο γενικών γιατρών σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ του 2007 και του 2016.

1 στους 50 με καρκίνο μέσα σε ένα έτος

Η ανάλυση έδειξε ότι ένα στα 50 άτομα (2,2%) που επισκέφθηκαν τον γιατρό τους εξαιτίας πόνου στο στομάχι διαγνώσθηκαν με καρκίνο μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Ακριβώς το ίδιο ποσοστό ατόμων που ανέφεραν φούσκωμα στην κοιλιά διαγνώστηκαν επίσης με καρκίνο μέσα σε ένα έτος.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι οδηγίες αναφέρουν ότι τα άτομα που έχουν κίνδυνο καρκίνου υψηλότερο του 3% πρέπει να παραπέμπονται άμεσα για περαιτέρω έλεγχο. Με βάση τη νέα μελέτη, ο κίνδυνος καρκίνου εκτιμήθηκε ότι ήταν 3,1% για τους άνδρες στην ηλικία των 60 ετών που ανέφεραν πόνο στο στομάχι και ανέβαινε στο 8,6% για τους 80χρονους με το ίδιο σύμπτωμα. Για τις γυναίκες των ίδιων ηλικιακών ομάδων ο κίνδυνος ήταν 3,1% και 6,1%.
Ποιοι ήταν οι σημαντικοί δείκτες για καρκίνο στο αίμα

Σε ό,τι αφορούσε τα άτομα ηλικίας 30 ως 59 ετών με πόνο στο στομάχι ή φούσκωμα, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η αναιμία, τα χαμηλά επίπεδα λευκωματίνης (αλβουμίνης), τα αυξημένα αιμοπετάλια, οι μη φυσιολογικές τιμές φερριτίνης και οι αυξημένοι δείκτες φλεγμονής συνδέονταν ισχυρά με κίνδυνο αδιάγνωστου καρκίνου.

Για παράδειγμα στις γυναίκες 50 ως 59 ετών με φούσκωμα στην κοιλιά ο κίνδυνος καρκίνου που ήταν της τάξεως του 1,6% πριν από τη διεξαγωγή εξετάσεων αίματος αυξανόταν σε 10% όταν τα επίπεδα φερριτίνης ήταν υψηλά, σε 9% όταν τα επίπεδα λευκωματίνης ήταν χαμηλά, σε 8% όταν τα αιμοπετάλια ήταν υψηλά, σε 6% όταν οι δείκτες φλεγμονής ήταν ανεβασμένοι και σε 4% όταν υπήρχε αναιμία.

Πηγή: tovima.gr, Θεοδώρα Ν. Τσώλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου