H Ελλάδα υποφέρει από γενική ατεκνία καθώς όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, ο πληθυσμός της χώρας μας βαίνει μειούμενος και γηραιότερος
Η ψυχολόγος και παιδοψυχολόγος, Αλεξάνδρα Καππάτου, μιλώντας στο Newsbomb.gr, αναλύει τους παράγοντες που κρύβονται πίσω από την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα καθώς ο πληθυσμός της χώρας μας βαίνει μειούμενος και γηραιότερος, με την πάροδο του χρόνου
Αναστασία - Βασιλική Γκολέμη Newsbomb.gr
Η υπογεννητικότητα αποτελεί μείζον πρόβλημα για την Ελλάδα, αφού οι γεννήσεις βρίσκονται σε σταθερά πτωτική πορεία από το 2008. Το παράδοξο είναι ότι ενώ πολλά ζευγάρια έχουν την πρόθεση να αποκτήσουν παιδιά, τελικά κάνουν πίσω. Η ψυχολόγος και παιδοψυχολόγος, Αλεξάνδρα Καππάτου, μιλώντας στο Newsbomb.gr, αναλύει τους παράγοντες που κρύβονται πίσω από την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα.
Σημειώνεται ότι τα στοιχεία της Eurostat που αφορούν την υπογεννητικότητα, αποδεικνύουν ότι η χώρα μας «πεθαίνει» και αυτό αντικατοπτρίζεται από τα δεδομένα τα οποία αναφέρουν ότι μόλις ένα στα τέσσερα νοικοκυριά στη χώρα μας έχει παιδί.
Ουσιαστικά πάνω από 3 εκατομμύρια νοικοκυριά στην πατρίδα μας δεν έχει παιδί. Την ίδια ώρα, ένα μόνο παιδί υπάρχει σε λιγότερα από 580.000 και δύο παιδιά σε λιγότερα από 400.000 νοικοκυριά. Τρία ή παραπάνω παιδιά υπάρχουν, τέλος, σε λιγότερα από 170.000 νοικοκυριά.
«Τα νέα ζευγάρια αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό και ευθύνη την προοπτική να αποκτήσουν ένα ή περισσότερα παιδιά δεδομένου ότι προβληματίζονται αν θα καταφέρουν να τα μεγαλώσουν σωστά. Επιθυμούν να προσφέρουν στα παιδιά τους ό,τι καλύτερο μπορούν από άποψη εκπαίδευσης, πληθώρας ερεθισμάτων κλπ. Από τη μια είναι η επιθυμία τους αυτή, από την άλλη η πραγματικότητα που βιώνουν ανεργία, υποαπασχόληση και χαμηλοί μισθοί. Πλέον ο παραδοσιακός ρόλος του άνδρα κουβαλητή που στήριζε την οικογένεια δεν υφίσταται. Οι ρόλοι έχουν αλλάξει και οι δυο γονείς όχι μόνο επιθυμούν αλλά και υποχρεούνται να εργαστούν. Δυσκολεύονται να στηρίξουν μια οικογένεια πολύ δε περισσότερο τις ανάγκες ενός παιδιού. Φαίνεται ότι οι κοινωνικές συνθήκες αλλά και οι οικονομικές έχουν διαμορφώσει νέα δεδομένα που επιδρούν ανασταλτικά στην επιθυμία των νέων να προχωρήσουν στη δημιουργία οικογένειας. Συχνά τα νέα ζευγάρια το μεταθέτουν για αργότερα όταν θα νιώσουν έτοιμοι. Επικεντρώνονται στις σπουδές τους και την επαγγελματική τους σταδιοδρομία», ανέφερε αρχικά η ψυχολόγος και παιδοψυχολόγος, Αλεξάνδρα Καππάτου, μιλώντας στο Newsbomb.gr.
«Οι σπουδές και η επαγγελματική αποκατάσταση συχνά θεωρούνται πρωταρχικής σημασίας στόχοι που θα οδηγήσουν στην ανεξαρτητοποίησή τους και την απομάκρυνση από το σπίτι των γονιών τους. Να αναλογιστούμε και τους νέους οι οποίοι αποφασίζουν να εργαστούν στο εξωτερικό και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη δημιουργία ή και διατήρηση μιας σχέσης η οποία θα τους οδηγήσει σε μία κοινή πορεία ζωής.
Ο συνδυασμός της πολυετούς οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη χώρα μας, στη συνέχεια της υγειονομικής (covid) ταυτόχρονα με τη δυσκολία στις σχέσεις αλλά και τη γενικευμένη ανασφάλεια που ενισχύεται από διάφορα σοβαρά γεγονότα (πόλεμοι, κλιματική αλλαγή κλπ.) έχουν αφήσει βαθύ αποτύπωμα στο ψυχισμό των νέων. Σε αυτά θα προσθέσω την έλλειψη υποστήριξης της μητρότητας αλλά και της γονεικότητας από την πολιτεία που ενισχύει την αναβλητικότητα.
«Για τους παραπάνω παράγοντες, η τεκνοποίηση πηγαίνει αρκετά πίσω και αποφασίζουν να κάνουν παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία που είναι και πιο δύσκολο.
Υπάρχουν και ζευγάρια τα οποία είναι μαζί αλλά σκέφτονται ότι δεν θέλουν να αποκτήσουν ένα παιδί, είτε διότι δεν επιθυμούν να δεσμεύεται η ζωή τους ή μπορεί να φοβούνται τις διάφορες ευθύνες που συνεπάγεται ένα παιδί ή θεωρούν ότι η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι απαραίτητη για να νοιώσουν ολοκληρωμένοι», υπογράμμισε η ψυχολόγος και παιδοψυχολόγος, Αλεξάνδρα Καππάτου, μιλώντας στο Newsbomb.gr.
Σοκάρουν τα στοιχεία της Eurostat: Μόλις ένα στα τέσσερα σπίτια έχει παιδί
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat σε ευρωπαϊκή κλίματα, τα υψηλότερα ποσοστά νοικοκυριών με παιδιά καταγράφηκαν στη Σλοβακία (33,9%), την Ιρλανδία (32,2%) και την Κύπρο (30,6%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά στη Φινλανδία (18,4%), τη Γερμανία (20,1%) και την Ολλανδία (21,8%).
Το 2022 στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρχαν σχεδόν 200 εκατομμύρια νοικοκυριά, όπου το ένα τέταρτο αυτών (24,3%) είχε παιδιά. Περίπου το 10% των νοικοκυριών είχε είτε 1 παιδί (12,1%) είτε 2 παιδιά (9,3%), ενώ μόνο το 3,0% των νοικοκυριών της ΕΕ είχε 3 παιδιά ή περισσότερα.
Σχεδόν τα μισά νοικοκυριά με παιδιά είχαν 1 παιδί (49,5%) το 2022, ενώ το 38,1% είχε 2 παιδιά και το 12,4% είχε 3 ή περισσότερα παιδιά.
Τα νοικοκυριά με 1 παιδί ήταν τα πιο διαδεδομένα μεταξύ των νοικοκυριών με παιδιά σε όλες τις χώρες της ΕΕ, εκτός από την Ολλανδία, όπου τα νοικοκυριά με 2 παιδιά είχαν υψηλότερο ποσοστό. Περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά με παιδιά ήταν με 1 παιδί στην Πορτογαλία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Μάλτα, τη Λιθουανία, τη Λετονία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ουγγαρία.
Τα νοικοκυριά με 3 ή περισσότερα παιδιά ήταν τα λιγότερο κοινά σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Το ποσοστό τους μεταξύ όλων των νοικοκυριών με παιδιά κυμαινόταν από 22,3% στην Ιρλανδία, 21,2% στη Σουηδία και 19,0% στη Φινλανδία, έως 6,3% στην Πορτογαλία, 6,5% στη Βουλγαρία και 7,4% στην Ιταλία.
Δείτε τον σχετικό πίνακα:
Ετοιμάζει πλέγμα δράσεων η κυβέρνηση
Υπενθυμίζεται ότι η Υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη, ανακοίνωσε πλέγμα δράσεων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος το οποίο θα κινείται σε πέντε πυλώνες.
Όπως είπε η ίδια, μιλώντας στο MEGA, η μείωση των γεννήσεων είναι ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα: «Οι τάσεις που καταγράφηκαν γύρω στο 1980, η μείωση των γεννήσεων, από τότε έχει ξεκινήσει και στην Ελλάδα, τώρα φέρνει το αποτέλεσμα. Έχουμε μείωση 150.000 Ελληνίδων που θα ήταν σε παραγωγική ηλικία από τη μείωση των γεννήσεων τότε. Έγινε μια μεγάλη δημογραφική αλλαγή που δεν την είδαμε μόνο εδώ, την βλέπουμε πανευρωπαϊκά, ακόμα και σε χώρες που είχαν πολύ ισχυρό κοινωνικό κράτος».
Μάλιστα η Υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη ανέφερε ότι το πλέγμα που θα εφαρμόσει το νεοσύστατο υπουργείο κινείται σε πέντε πυλώνες: «Πρώτος πυλώνας από τους πέντε για το σχέδιο δράσης του δημογραφικού που θα παραδοθεί στον πρωθυπουργό μετά από αναλυτική διαβούλευση με όλους τους φορείς και τα υπόλοιπα κόμματα, θα είναι η προστασία της οικογενειακής ζωής. Το δεύτερο είναι να ασχοληθούμε και με το κομμάτι της μεγαλύτερης συμμετοχής της γυναίκας στην εργασιακή ζωή».
«Το κομμάτι της ενημέρωσης θα είναι ένας βασικός πυλώνας στο κομμάτι του δημογραφικού σχεδίου. Μέσα στο πλέγμα αυτό περιλαμβάνονται και επιδόματα, «εντός των δημοσιονομικών πλαισίων», τα οποία ήδη ενισχύουν το οικογενειακό εισόδημα, ενώ ξεχωριστή μέριμνα λαμβάνεται για τις μονογονεϊκές οικογένειες. «Η προστασία εκεί πρέπει ένα είναι ακόμη πιο έντονη», πρόσθεσε.
«Δε θέλουμε μόνο να αυξηθούν τα παιδιά, αλλά και το πώς μεγαλώνουν», είπε από την πλευρά της η κλινική ψυχολόγος Άννα Κανδαράκη.
Οι δυο γυναίκες αναφέρθηκαν και στο πρόβλημα της παραβατικότητας των ανηλίκων, η οποία αυξάνεται με δραματικό ρυθμό, τονίζοντας ότι «όλα ξεκινούν από την οικογένεια».
Το μοντέλο των σκανδιναβικών χωρών που αύξησε τα ποσοστά γονιμότητας
Σύμφωνα με τους New York Times, οι κυβερνήσεις σκανδιναβικών χωρών όπως η Δανία και η Σουηδία είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στην ανακοπή του ρυθμού μείωσης των γεννήσεων.
Οι χώρες αυτές έδωσαν βάση στην κοινωνική πολιτική και κυρίως στην επιδοτούμενη φύλαξη παιδιών αλλά και τη νομοθέτηση γονεϊκών αδειών. Η Σουηδία εφαρμόζοντας ένα συγκεκριμένο μοντέλο σημείωσε αύξηση των ποσοστών γονιμότητας λόγω των κυβερνητικών παρεμβάσεων. Το 1970, η Σουηδία νομιμοποίησε την άδεια εννέα μηνών μητρότητας ενώ το 1980 εφάρμοσε ένα πρόγραμμα που έδινε κίνητρα στις μητέρες να κάνουν περισσότερα παιδιά μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Έτσι, οι μητέρες από 1,6 παιδιά κατά μέσο όρο άρχισαν να κάνουν 2,1 παιδιά έως το 1990. Η σημαντική αυτή αύξηση των ποσοστών δεν συνεχίστηκε, ωστόσο, για πολύ.
Παρότι η Σουηδία εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες, την τελευταία δεκαετία σημειώνεται και εκεί μια σημαντική μείωση γεννήσεων. Και αυτό συμβαίνει ενώ η άδεια μητρότητας έχει αυξηθεί σταδιακά στους 16 μήνες – από τα μεγαλύτερα θεσμοθετημένα χρονικά διαστήματα παγκοσμίως.
Το 2050 ο πληθυσμός της χώρας θα είναι 7,5 εκατομμύρια
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα αποτυπώνουν τεράστια μείωση των γεννήσεων και αξιοσημείωτη αύξηση των θανάτων τα τελευταία χρόνια, ενώ χαρακτηριστικό είναι πως οι πιο πρόσφατες μελέτες των επιστημονικών φορέων δείχνουν πως η χώρα θα έχει μόλις 7,5 εκατ. κατοίκους το 2050.
Οι γεννήσεις, συγκριτικά με το 1980 έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ, καταγράφοντας τις λιγότερες γεννήσεις τα τελευταία 90 χρόνια, ενώ η σύγκριση με το 1932, το πρώτο έτος για το οποίο έχουμε στοιχεία, είναι απογοητευτική.
Τότε, η Ελλάδα είχε πληθυσμό 6,2. εκατ.κατοίκους, από τους οποίους το 1,5 εκατομμύριο αποτελούσαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι μόλις είχαν αρχίσει να φεύγουν από τα παραπήγματα και να μετακομίζουν σε προσφυγικές κατοικίες.
Οι γεννήσεις το 1932 ήταν 185.523 και οι θάνατοι 117.593 ενώ στην Ελλάδα του 2022 των 10.482.487 κατοίκων οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τις μισές.
Αν σκεφτεί κανείς πως μόλις τον Ιούνιο του 2023 συστάθηκε για πρώτη φορά υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, με διακηρυγμένο στόχο την επίλυση των προβλημάτων είναι αξιοπερίεργο πως θεσπίστηκε η εργασία των 8+5 ωρών ημερησίως.
Για να γυρίσουμε στα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ, οι γεννήσεις το 2022 ανήλθαν σε 76.541 (39.558 αγόρια και 36.983 κορίτσια) καταγράφοντας μείωση 10,3% σε σχέση με το 2021 οπότε και ήταν 85.346 (43.998 αγόρια 41.348 κορίτσια).
Στην εξίσωση πρέπει να προσθέσουμε και τις γεννήσεις των νεκρών βρεφών, που ήταν 446, δηλαδή μειωμένες 1,5% σε σχέση με το 2021, που ήταν 453.
Από την άλλη οι θάνατοι το 2022 ήταν 140.801 (70.802 άνδρες και 69.999 γυναίκες), παρουσιάζοντας μείωση 2% σε σχέση με το 2021, που ήταν 143,923 (73.420 ανδρες και 70.503 γυναικες).
Παρατηρείται ωστόσο μία μείωση του δείκτη βρεφικής θνησιμότητας, με τους θανάτους βρεφών μικρότερων του ενός έτους να ανέρχονται σε 239 (θάνατοι βρεφών ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων), από 3,48 το 2021 σε 3,12 το 2022.
Συμπερασματικά, το ισοζύγιο, ή η Φυσική Μεταβολή όπως το αναφέρει η ΕΛ.ΣΤΑΤ είναι αρνητικό κατά 64.260 ανθρώπους.
Ειναι επιλογη της Πολιτειας η υπογεννητικοτητα ,ας το αντιληφθουμε .
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα γιατί ανησυχούμε; Με μία μικρή αύξηση των μεταναστευτικών ροών μπορούμε μέσα στον επόμενο χρόνο να καλύψουμε άμεσα τη διαφορά με περίπου 2.300.000 μετανάστες. 'Ολα εγώ θα τα σκέφτομαι πια;
ΑπάντησηΔιαγραφή