Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Ο βαθμός ανταγωνιστικότητας σε κυκλοφορούντα φάρμακα

Πηγή Ροδιακή

Του Δημήτρη Ν. Πατσάκη 

Η σπουδαιότητα του Φαρμάκου, ως αποφασιστικού παράγοντα προαγωγής της Υγείας, είναι κάτι που δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση. 

Οι συνεχείς εξελίξεις στην έρευνα, με την δημιουργία νέων ή την βελτίωση προϋφισταμένων Δραστικών Ουσιών (Δ.Ο), κατατάσσουν τον κλάδο ως ένα από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους σε παγκόσμια κλίμακα. 

Παράλληλα, η δυνατότητα παραγωγής Δ.Ο. από άλλους παραγωγούς, μετά την λήξη της προστασίας της «πατέντας», δημιουργεί θέσεις απασχόλησης, συνεισφέρει στο Α.Ε.Π. και βελτιώνει το εμπορικών συναλλαγών μέσω των εξαγωγών ενώ αυξάνει την επάρκεια κάθε χώρας έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού. 
Πώς καθορίζεται όμως ο βαθμός ανταγωνιστικότητας κάθε Φαρμάκου; 

Αναμφίβολα, οι Δ.Ο. που διατηρούν την προστασία τους, στην ουσία κατέχουν μονοπωλιακή ισχύ, έχοντας την δυνατότητα της διαμόρφωσης και της τιμής, βασιζόμενες στο κόστος της έρευνας –προ και μετά την κατάθεση της «πατέντας», το περιθώριο κέρδους και το κόστος διάθεσης και προώθησης στην αγορά. 

Ανάλογα, η ύπαρξη «γενοσήμων» φαρμάκων, διαμορφώνει την ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους αλλά και έναντι του «πρωτοτύπου», με τον συνδυασμό επί μέρους παραμέτρων, όπως: 

-Τον αριθμό των γενοσήμων 
-Τον αριθμό των φαρμακοτεχνικών μορφών και δοσολογιών 
-Τον πληθυσμό των ληπτών 
-Το πλήθος των συνταγογραφούντων ιατρών 
-Την συχνότητα και τον όγκο των δόσεων ανά λήπτη 
Κ.λ.π. 

Με άλλα λόγια, άλλο να υπάρχει 1 γενόσημο με 1 φαρμακοτεχνική μορφή και άλλο 20 με 100. 
Ένα στοιχείο που επισημαίνεται αφορά στην ύπαρξη σκευασμάτων της ίδιας περιεκτικότητας δόσης αλλά με 2 ή και περισσότερες συσκευασίες (π.χ. 100mg σε 7,14,28,30 ή και περισσότερες δόσεις). 

Ο τρόπος τιμολόγησης που εφαρμόζεται, μολονότι υποχρεώνει σε σχετικές εκπτώσεις, αυξανομένων των δόσεων, δεν φαίνεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην δαπάνη των ληπτών και των ασφαλιστικών τους φορέων. 

Παράλληλα, η ανάγκη συχνών επισκέψεων σε ιατρούς, ιδιαίτερα για την συνταγογράφηση και μόνο, ληπτών με χρόνια νοσήματα, αυξάνει το κόστος της περίθαλψης ενώ αφαιρεί χρόνο από τους ιατρούς προκειμένου να εξετάσουν και να διαγνώσουν έγκαιρα κινδύνους υγείας από τους λοιπούς ασθενείς. 

Η πρακτική της τιμολογιακής εξομοίωσης του συνόλου των γενοσήμων φαρμάκων (80% της τιμής του μέχρι πρότινος πρωτοτύπου) είναι αμφίβολο εάν και πόσο ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των παραγωγών. Λαμβανομένου υπόψη πως σε κάθε περίπτωση το κόστος, είτε προμηθείας των α΄υλών είτε παραγωγής είτε διάθεσης είναι διαφορετικό, στην ουσία εξαναγκάζει πολλούς να τεθούν «εκτός παιδιάς». ʼλλο είναι π.χ. το επιτόκιο για κεφάλαιο κίνησης, άλλο το ύψος του και άλλο το όποιο παραγωγικό κόστος στην Ελλάδα, την Ελβετία ή την Ινδία και το Πακιστάν. 

Αν μάλιστα συνυπολογισθεί η δαπάνη του μη μισθολογικού κόστους (ασφαλιστικές εισφορές με επιδότηση ή και καθόλου) ή της επιχειρηματικής επιλογής damping μέχρις εξοντώσεως των άλλων ανταγωνιστών, εντός ή εκτός της αγοράς «στόχου», τότε η από-βιομηχάνιση του φαρμακευτικού κλάδου και οι μεσοπρόθεσμες αυξήσεις των τιμών λόγω μη ουσιαστικού ανταγωνισμού, εκτός των «τυχαίων» ελλείψεων στην αγορά, το όλο ζήτημα οφείλει να τεθεί σε άλλη βάση. 

Εν ολίγοις, θεωρείται a priori πως κάποιοι είναι σε θέση να επιβιώσουν, έχοντας τιμές κατά πολύ ή λίγο υψηλότερες των αναμενομένων και πολλοί να «την κάνουν» συντομότατα από το «γήπεδο». Το τι ακριβώς θα σημάνει αυτό για την απασχόληση, το Δημόσιο Ταμείο, την εξάρτηση της χώρας από τα «κοράκια» που ίπτανται κυκλοτερώς, αυτό το αφήνουμε στην φαντασία σας. 

Η εγκατάλειψη της αρχικής έγκρισης των κοστολογικών στοιχείων των παραγωγών, χωρίς την λεπτομερή ενός εκάστου διερεύνηση τυχόν «κρυφών» πλεονεκτημάτων, από την Πολιτεία και τις αρμόδιες υπηρεσίες της, υποδηλώνει την πλήρη ασυνέχεια του «Κράτους», εκτός εάν αντιλαμβάνομαι λανθασμένα. 

Η «διατίμηση» ως μέσο ρύθμισης της αγοράς και των τιμών, ουδέποτε λειτούργησε προς το συμφέρον του συνόλου. Ειδικά το Φάρμακο, ως κοινωνικό αγαθό, δεν είναι ηθικό –νόμιμο,ίσως- να τοποθετείται σε αυτήν την οπτική γωνία. 

Σε καμμιά περίπτωση ο προβληματισμός δεν υπονοεί την ανάγκη «προστασίας» κανενός. Τόσο ο αριθμός των κυκλοφορούντων σκευασμάτων όσο και των φαρμακείων, είναι όντως υπερβολικός για μια αγορά σαν την Ελληνική. ʼλλωστε, η κατανάλωση, όπως τουλάχιστον τα στοιχεία εμφανίζουν, εξακολουθεί να είναι υψηλή, σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε. αλλά και εκτός αυτής. Το ενδεχόμενο όμως ολοκληρωτικής άνευ όρων παράδοσης της Ελληνικής Φαρμακοβιομηχανίας, δεν συνιστά στοιχείο «εθνικής», αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής. 
Όπερ έδει δείξαι, λοιπόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου