Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Φαρμακευτικές δαπάνες: Ζημιώθηκε το δημόσιο και πόσο;

Ψευδείς οι καταγγελίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη, ότι το δημόσιο ζημιώθηκε από τις φαρμακευτικές δαπάνες με 23 δις.

Γράφει ο Γιώργος Βογιατζής -Mdpsd
Healthweb.gr

Υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από το θέμα των φαρμακευτικών δαπανών, αλλά και των δαπανών υγείας, ειδικά για την περίοδο 2000-2010. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛυιοθετούν την άποψη ότι οι δαπάνες/διαφθορά για την υγεία- ‘η οικονομική επιβάρυνση’ του πορίσματος- (στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες για τα φάρμακα) μαζί με τις δαπάνες/διαφθορά στα εξοπλιστικά προγράμματα είναι η κύρια αιτία της χρεοκοπίας μας. Δεν προσκομίζουν όμως στοιχεία που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους.

Η άποψη που επικρατεί είναι ότι οι δαπάνες για τα φάρμακατην συγκεκριμένη περίοδο ήταν υπερβολικές, και η ζημία για το δημόσιο υπερβαίνει τα 17 ή τα 23 δις ευρώ ή και τα 32 δις ευρώ (ανάλογα ποιος το ισχυρίζεται). Αυτή η άποψη όμως αφενός δεν τεκμηριώνεται στο σύνολο της, και αφετέρου οι υποστηρικτές της δεν την βασίζουν σε επιστημονικά στοιχεία, και δεν λαμβάνουν υπόψιν τους τις συνθήκες που επικρατούσαν και διαμόρφωσαν την δαπάνη.


Η σύγχυση διατηρείται και στο πρόσφατο πόρισμα της επιτροπής της βουλής. Η πλειοψηφία δυστυχώς δεν έκανε καμία προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας. Αντίθετα προσπάθησε να στοχοποιήσει την αντιπολίτευση.

Το γεγονός όμως είναι ότι το πόρισμα της πλειοψηφίας διαψεύδει τις προηγούμενες καταγγελίες του πρωθυπουργού κ Τσίπρα και του κ. Πολάκη ότι το δημόσιο ζημιώθηκε από τις φαρμακευτικές δαπάνες με 23 δις. Δεν υπάρχει επίσης καμία τεκμηρίωση ότι το δημόσιο ζημιώθηκε με 85 δις από τις δαπάνες υγείας. Πονηρά αναφέρεται γενικώς στην ‘διαφθορά’ στην υγεία και στην οικονομική επιβάρυνση!

Αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στα συμπεράσματα του πορίσματος δεν αναφέρεται ότι επήλθε ζημία του δημοσίου από τις δαπάνες για τα φάρμακα, (ένας από τους λόγους για τον οποίο συστήθηκε η επιτροπή).

Η αποκατάσταση της αλήθειας

• Το πρώτο που πρέπει να ορίσουμε σε αυτήν την συζήτηση είναι πόση πρέπει να είναι η φυσιολογική δημόσια δαπάνη κάθε χρόνο για τα φάρμακα, ώστε να διαπιστώσουμε αν υπάρχει υπέρβαση ή όχι.
• Το δημόσιο δαπάνησε την περίοδο 2000-2010 (11 χρόνια) το ποσό των 33.494 εκ ευρώ για τις δημόσιες εξωνοσοκομειακές δαπάνες. Αν θεωρήσουμε ότι η ζημιά για το δημόσιο είναι 23 δις ευρώ, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι η φυσιολογική δαπάνη ανέρχεται σε 10,5 δις ή 954 εκ τον χρόνο. Το ποσό αυτό είναι απαράδεκτα χαμηλό και δεν γνωρίζουμε κάποιον να το υποστηρίζει.
• Οι μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας προέβλεπαν δημόσια δαπάνη 2 δις ευρώ ετησίως, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ – αλλά και οι περισσότεροι ειδικοί- επιμένουν ότι ως λογική δημόσια δαπάνη θεωρούνται τα 2,3 δις ευρώ ή και περισσότερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιτάχθηκε στα 2 δις που θέλησε να επιβάλει η τρόικα και είχε δίκαιο.
• Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η τρόικα είχε ‘επιτρέψει’ στο μνημόνιο της Πορτογαλίας, η δαπάνη να ανέλθει στο 1,3% του ΑΕΠ, αλλά στην Ελλάδα επέβαλε το 1% του ΑΕΠ, διότι, είτε ήθελε να μας τιμωρήσει, είτε αποδέχθηκε εισηγήσεις Ελλήνων που θεωρούσαν ότι σπαταλούμε πάρα πολλά για τα φάρμακα.
• Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι μία μέση ετήσια λογική δαπάνη για την περίοδο 2000-2010 ήταν τα 2 δις ευρώ τότε η περίφημη ‘σπατάλη’ ανέρχεται σε 11.5 δις ευρώ (33.494-11Χ2).
• Η λογική δαπάνη των 22 δις αντιστοιχεί στο 1,15% του επίσημου ΑΕΠ, ποσοστό χαμηλό σε σχέση με όλες τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Αν βέβαια υπολογισθεί και η παραοικονομία στο ΑΕΠ το ποσοστό διαμορφώνεται σε πάρα πολύ χαμηλά επίπεδα. (στις φαρμακευτικές δαπάνες δεν υπάρχει παραοικονομία).
• Επί της δαπάνης αυτής (33,494 δις) το Ελληνικό δημόσιο εισπράττει ΦΠΑ. Ο ΦΠΑ της περιόδου που εξετάζουμε ανήλθε σε 2,555 δις ευρώ περίπου. Άρα η ζημιά μειώνεται στα 8,945 δις ευρώ. (σημείωση: ο ΦΠΑ αυξήθηκε το 2005 σε 9% από 6%. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα αύξηση της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης κατά 650 εκ)
• Για να συγκρίνουμε, όμως, τα ίδια πράγματα θα πρέπει να αφαιρέσουμε από αυτές τις δαπάνες που είναι εξωνοσοκομειακές – αυτές εξετάζουμε εδώ- τις νοσοκομειακές δαπάνες για φάρμακα των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων που εμπεριέχονται σε αυτές. Αυτό χρειάζεται και για τις διεθνείς συγκρίσεις. Είναι καθαρά ελληνικό φαινόμενο να υπολογίζουμε φάρμακα (νοσοκομειακά και μη) που καταναλώθηκαν μέσα στα ιδιωτικά νοσοκομεία και μάλιστα με λιανικές τιμές και όχι νοσοκομειακές, στις εξωνοσοκομειακές δαπάνες. (υπήρχε η ευνοϊκή ρύθμιση, που επέτρεπε η χρέωση στα ταμεία να γίνεται με λιανικές τιμές και όχι τις νοσοκομειακές, άρα η επιβάρυνση του δημοσίου ανέχονταν σε επιπλέον 56,8%).
• Οι δαπάνες για τα φάρμακα των ιδιωτικών και θεραπευτηρίων- που υπολογίζονται στις εξωνοσοκομειακές δαπάνες, αλλά είναι νοσοκομειακές- ανέρχονται για την υπό διερεύνηση περίοδο, με συντηρητικούς υπολογισμούς σε 1 δις ευρώ.
• Η Κυβέρνηση Καραμανλή επέτρεψε στα ιδιωτικά φαρμακεία να πωλούν και νοσοκομειακά φάρμακα με συνολική επιβάρυνση 600 εκ.

Συμπέρασμα πρώτον: η συνολική ζημιά του δημοσίου λόγω ‘σπατάλης’ ανέρχεται μέχρι το σημείο αυτό των υπολογισμών. Σε 8,945- (1+0.6) = 7,345 δις ευρώ.
Δεν αφαιρούνται οι παραβατικές συμπεριφορές και οι κομπίνες με τα κουπόνια και τις μαϊμού συνταγές που επιβάρυναν τις δημόσιες δαπάνες με περίπου 800 εκ αυτήν την περίοδο.
Όμως για να είμαστε ακριβείς για το μέγεθος της ζημιάς του δημοσίου, θα πρέπει να υπολογίσουμε και τι εισέπραξε επιπλέον το κράτος από την υπέρβαση της δαπάνης.

Έτσι μόνο από την φαρμακοβιομηχανία με συντηρητικούς υπολογισμούς εισέπραξε:

• rebate για τα έτη 2009 και 2010 σύνολο 170 εκ ευρώ
• από την καθυστέρηση στην εξόφληση των οφειλών η χρηματοοικονομική επιβάρυνση της βιομηχανίας ανήλθε σε 700 εκ ευρώ. Η καθυστέρηση αυτή ωφέλησε ισόποσα το κράτος. Πχ η καθυστέρηση αποπληρωμής οφειλών από 3-5 δις μέχρι και 27,36 μήνες (υπολογίζονται οι υποχρεωτικές εκπτώσεις, η προείσπραξη του φόρου και του ΦΠΑ)
• από το ‘κούρεμα’ λόγω PSI των άτοκων ομολόγων κατά 53,5% (από σύνολο 3,874 υπολογίζεται ότι τα 2,2 δις ήταν των φαρμακευτικών εταιριών) που δόθηκαν, για την εξόφληση των χρεών των νοσοκομείων, το κράτος ωφελήθηκε κατά 2,11 δις ευρώ. (συνυπολογίζονται απώλειες τόκων 30 ετών με 1,5% στο 31,5% του ποσού, απώλειες άμεσης φορολογίας και καταβολής του ΦΠΑ που η βιομηχανία είχε προκαταβάλει για όλο το ποσό)
• Από την υπέρβαση των δημοσίων δαπανών (11,5 δις), μεγάλο μέρος επέστρεψε στην αγορά: το κράτος κέρδισε από την είσπραξη ΦΠΑ λόγω αύξησης της κατανάλωσης και επιπλέον φόρους λόγω φορολογίας των επιπλέον εισοδημάτων και κερδών. Με ένα περίπου 20% τα επιπλέον έσοδα του κράτους από την υπέρβαση της δημόσιας δαπάνης ανήλθαν σε 2,3 δις ευρώ. (συντηρητική πρόβλεψη, διότι δεν υπολογίζονται σε όλη την έκταση τους τα επιπλέον έσοδα του κράτους από την μόχλευση του ανωτέρω ποσού στην οικονομία, και την αύξηση βέβαια του ΑΕΠ)
• Ούτε βέβαια υπολογίζεται το όφελος που θα μπορούσε να καρπωθεί το δημόσιο (μείωση των δημόσιων δαπανών για το φάρμακο και την υγεία) από την βιομηχανία μέσω της ανάπτυξης της κλινικής έρευνας. Εκατοντάδες εκ. ευρώ θα μπορούσαν να έρθουν στην Ελλάδα, αλλά λόγω υπαιτιότητας του κράτους, και του συνδικαλιστικού κινήματος- αυτό δεν συνέβη, όπως αντίθετα συνέβη σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες.
Συμπέρασμα δεύτερον: η συνολική ‘σπατάλη’ που θεωρείται ως ζημιά του δημοσίου διαμορφώνεται με τους μέχρι αυτό το σημείο υπολογισμούς μας σε περίπου 2 δις ευρώ. (7,345 -0,17-0,7-2,1-2,3)
Είναι λοιπόν προφανές, ότι η περίφημη ‘σπατάλη’ και η εξ αυτής ζημιά του δημοσίου, δεν έχει καμία σχέση με τα 23 δις ευρώ του προστατευόμενου μάρτυρα που έσπευσε να υιοθετήσει ο κ. Τσίπρας. (πολύ περισσότερο τα 3 δις της Novartis). Το ίδιο ανυπόστατος και δίχως στοιχεία είναι και ο ισχυρισμός ότι η ζημιά του δημοσίου από την υγεία ανέρχεται σε 85 δις αυτήν την περίοδο. (αν και στο πόρισμα ‘έξυπνα΄ δεν αναφέρονται άμεσα σε ζημιά του δημοσίου, αλλά σε οικονομική επιβάρυνση!)
Σημείωση: Και βέβαια δεν έχει και καμιά σχέση με την πραγματικότητα, η υπόθεση ότι οι σπατάλες στην υγεία συνέβαλαν στην σημαντική αύξηση του χρέους της Ελλάδας και κατά συνέπεια στην χρεοκοπία.

Η πραγματική αιτία της χρεοκοπίας

• Την περίοδο (2000-2010) ο κρατικός προϋπολογισμός επιχορήγησε τα ασφαλιστικά ταμεία με 97,713 δις ευρώ.
• Η ετήσια δαπάνη για μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων από 11,530 δις το 2000, εκτινάχθηκε στα 24,42 δις το 2019 (21,51 δις το 2010) με συνολική δαπάνη περιόδου 196,5 δις και υπέρβαση σε σχέση με την βάση του 2000, 69,67 δις.
• Η δαπάνη για τις συντάξεις από τα 14,5 δις του 2000 εξακοντίσθηκε στα 33,13 δις το 2009. (31,780 το 2010) Σύνολο δαπάνης 224,3 δις με υπέρβαση 79,3 σε σχέση με την δαπάνη του 2000.
• Συμπέρασμα: μόνο από τις υπερβάσεις σε μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και σε συντάξεις, ο κρατικός προϋπολογισμός επιβαρύνθηκε (ζημία) από το 2000 έως το 2010 με 69,67 +97,7 = 167 δις ευρώ. (στοιχεία κρατικών προϋπολογισμών 2000-2010). Η νόμιμη κατασπατάληση δημοσίων πόρων είναι επίσης διαφθορά.
• Η κατάσταση αυτή συνέλαβε ουσιαστικά στην χρεοκοπία της χώρας. Το χρέος της Ελλάδας από τα 168,1 δις (109% του ΑΕΠ) το 2003, εκτινάχθηκε στα 298 δις (127% του ΑΕΠ) το 2009.

Η ‘πασιφανώς εκτός πραγματικότητας’ ζημιά των 85 δις από την υγεία

Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι η διαφθορά (κομψά: η οικονομική επιβάρυνση) στην υγεία τα χρόνια 1987-2014, –η χρονική διάρκεια αυξήθηκε τώρα τελευταία για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα- ανήλθε στα 85 δις ευρώ, υπονοώντας ότι με αυτό το ποσό ζημιώθηκε και ο κρατικός προϋπολογισμός, άρα για αυτό χρεοκοπήσαμε- μαζί με την διαφθορά στους εξοπλισμούς. Το ζητούμενο όμως είναι η ζημιά του δημοσίου, όχι γενικά και αόριστα η διαφθορά. Εσκεμμένα (;) αθροίζει στην διαφθορά και κατά συνέπεια στην ζημία του δημοσίου, και τις ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία και στα φάρμακα, πράγμα το οποίο δεν έχει καμία λογική.

Η παρακάτω ανάλυση περιορίζεται στο αρχικό χρονικό διάστημα 2000-2010 διότι δεν έχει νόημα η προηγούμενη χρονική περίοδος- εκτός από την στοχοποίηση του κ. Σημίτη- ούτε και η επόμενη αφού οι δαπάνες συρρικνώθηκαν κάτω του φυσιολογικού.

• Το σύνολο των δημοσίων δαπανών για την υγεία την περίοδο 2000-2010 ανήλθε σε 119,153 δις, εκ των οποίων τα 33,494 είναι οι δαπάνες για τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα και 30 περίπου δις είναι οι δαπάνες για την μισθοδοσία του προσωπικού. (ζημιά δημοσίου από τα εξωνοσοκομεικά φάρμακα 2 δις)
• Άμεσα διαπιστώνεται ότι στα 66,5 δις η ζημιά ανέρχεται σε 2 δις. Πως είναι δυνατόν τα υπόλοιπα 55,659 δις δαπανών να δημιουργούν ζημιά 83 δις;
• Άλλα 25 δις είναι οι συνολικές δαπάνες των νοσοκομείων (45% της μισθοδοσίας). Το 20% είναι πάγιες λειτουργικές δαπάνες (ΔΕΚΟ, θέρμανση, σίτιση κλπ), ήτοι 5 δις και δίχως μάλλον αξιοσημείωτη ζημιά για το δημόσιο.
• Τα υπόλοιπα 20 δις κατανέμονται σε νοσοκομειακά φάρμακα 11,2 δις, και το υπόλοιπο σε υγειονομικό υλικό (30%), χημικά αντιδραστήρια 10%, και ορθοπεδικό υλικό 5%. Πόση ζημιά για το δημόσιο μπορεί να χωρέσει στα 20 δις με αυτήν την κατανομή των δαπανών;
• Απομένουν άλλα 30,7 δις για τις δημόσιες δαπάνες στον ιδιωτικό τομέα, νοσηλείες σε ιδιωτικά θεραπευτήρια, εργαστηριακές εξετάσεις, αμοιβές ιδιωτικών γιατρών κλπ. Πόση μπορεί να είναι η ζημιά του δημοσίου από αυτές τις δαπάνες;

Οι αιτίες της υπέρβασης της δαπάνης

Ό,τι έγινε (όπως εξηγούμε αναλυτικά παρακάτω) οφείλεται στο ότι οι κυβερνήσεις την περίοδο αυτή υιοθέτησαν γενναιόδωρη φαρμακευτική πολιτική. Η ευθύνη των κυβερνήσεων είναι ότι απέφυγαν να λάβουν περιοριστικά μέτρα, – όταν την ίδια περίοδο όλες οι ευρωπαϊκές χώρες ελάμβαναν. Τελικά, αναγκάσθηκαν να το κάνουν την περίοδο των μνημονίων (τα οποία μέτρα δεν ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ).

Το χρονικό διάστημα – μετά το 1995- όλες οι χώρες έλαβαν μέτρα περιορισμού της φαρμακευτικής δαπάνης: έλεγχο τιμών/πάγωμα των τιμών των φαρμάκων, reference pricing, θετικές- αρνητικές λίστες, προώθηση generics. Επέτρεψαν τις παράλληλες εισαγωγές των φαρμάκων, προώθησαν τον έλεγχο του promotional budget της βιομηχανίας. Επιπλέον, προχώρησαν σε περιορισμό της συνταγογράφησης, σε μείωση του ποσοστού κέρδους των φαρμακεμπόρων και φαρμακείων, την καθιέρωση πλαφόν στις δαπάνες και rebates και clawbacks.

Την γενναιόδωρη φαρμακευτική πολιτική την στήριξαν όλα τα κόμματα, και όλοι οι κοινωνικοί εταίροι. Κατά συνέπεια πολιτικές ευθύνες υπάρχουν, οι μεγαλύτερες είναι στις κυβερνήσεις, αλλά δεν είναι άμοιροι πολιτικών ευθυνών και τα εκάστοτε κόμματα της αντιπολίτευσης και το συνδικαλιστικό σύστημα που ποτέ δεν αντιτάχθηκε στην γενναιόδωρη πολιτική, αντίθετα ζητούσε περισσότερες δαπάνες.

Που ΔΕΝ οφείλεται η υπέρβαση

• Δεν οφείλεται στην υπερτιμολόγηση των πρωτοτύπων φαρμάκων. Συγκριτική έρευνα της EUROSTAT το 2005 σε 33 ευρωπαϊκές χώρες απέδειξε ότι η Ελλάδα είχε τις χαμηλότερες τιμές μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών. (Ε.Ε.27=100, η Ελλάδα είχε 73, ένατη από το τέλος, τελευταία η Πολωνία με 68). Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν εξ ορισμού η τιμή των φαρμάκων στην Ελλάδα ήταν η χαμηλότερη στην Ευρώπη από το 1998 μέχρι το 2005, και μετά, ίση με τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων στην Ευρώπη. Τα φάρμακα εγκρίνονταν κεντρικά, για το σύνολο των Ευρωπαϊκών κρατών και κυκλοφορούσαν αμέσως σε μια σειρά από χώρες (Αγγλία, Γερμανία, Ελβετία) με αποτέλεσμα να μην υπάρχει φάρμακο με μία μόνο κρατική έγκριση που να κυκλοφορεί στην Ελλάδα.
• Αν υπάρχει κάτι μεμπτό, είναι ότι υπήρχαν μετά την αρχική έγκριση τιμής, καθυστερήσεις στην ανατιμολόγηση των πρωτοτύπων φαρμάκων με αποτέλεσμα να διατηρούνται οι υψηλές τιμές της πρώτης έγκρισης. Στους παραπάνω υπολογισμούς μας δεν περιλαμβάνεται η επιβάρυνση αυτή, η οποία θα προσδιόριζε ένα ακόμη μέρος της τελικής ‘σπατάλης’. Αυτή είναι, άλλωστε, και η κατηγορία που επιβαρύνει και τον περίφημο Π.Κ. που επί αρκετό καιρό ‘ξέχασε’ να φροντίσει την έκδοση νέων χαμηλότερων, φυσικά, δελτίων τιμών (2015).
• Όλες οι έρευνες που έγιναν στην Ελλάδα (2008-2009) συμφωνούν ότι η αύξηση της δαπάνης για τα φάρμακα δεν οφείλεται σε αυξήσεις τιμών. Οι αυξήσεις τιμών στα φάρμακα ήταν χαμηλότερες από τον τιμάριθμο και τις δαπάνες υγείας.
• Σε όλη την διάρκεια των ετών 2000-2008 στην ετήσια μεταβολή του δείκτη τιμών στην Ελλάδα ανά κατηγορία αγαθών (2015= 100) το φάρμακο είχε τις μικρότερες αυξήσεις, ήταν τελευταίο από όλες τις κατηγορίες αγαθών με 6%. (εκτός των τηλεπικοινωνιών) Πηγή Eurostat.

Που οφείλεται η υπέρβαση των δαπανών:

• Στο μεγαλύτερο ποσοστό στην γενναιόδωρη φαρμακευτική πολιτική.
• Είχαμε ως χώρα την χαμηλότερη συμμετοχή των ασθενών, η οποία ανέρχονταν στο 9-12% της τιμής περίπου, όταν στην Ευρώπη ο μέσος όρος συμμετοχής των ασφαλισμένων ήταν στο 34%. Το δημόσιο αποζημίωνε όλα τα συνταγογραφούμενα φάρμακα, ενώ αυτό δεν συνέβαινε στην Ευρώπη. Υπήρχαν αρνητικές λίστες. Η Ελλάδα είχε πολύ μικρό κομμάτι OTC (ΜΗΣΥΦΑ) φαρμάκων, όταν όλες οι άλλες χώρες είχαν τεράστιο. Σύμφωνα με την AESGP, το 2011 η Ελλάδα είχε πωλήσεις των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων 283,1 εκ ευρώ, όταν η Αυστρία είχε 592,4, το Βέλγιο 607 εκ, η Ιταλία 2.492 εκ, η Ολλανδία 766 εκ, η Πολωνία 2.040 εκ η Ισπανία 1.723 εκ, η Σουηδία 516,4 εκ. Αν ακολουθούσαμε αυτήν την περίοδο (2000-2010) την φαρμακευτική πολιτική που ασκούμε σήμερα, οι δημόσιες δαπάνες θα είχαν μειωθεί κατά 3,3 δις ευρώ (300 εκΧ11 χρόνια= με μετακύλιση της δαπάνης στους ασθενείς)
• Σημείωση: οι δημόσιες δαπάνες για τα φάρμακα ήταν ‘φουσκωμένες’ στην Ελλάδα, διότι υπολογίζονταν και οι πωλήσεις των OTC, ενώ στις άλλες χώρες δεν υπολογίζονταν. (δεν αφαιρέθηκαν στην παρούσα μελέτη)
• Το γεγονός αυτό επαληθεύεται από το ότι οι ιδιωτικές δαπάνες για τα φάρμακα το 2010 ήταν 1,360 δις ευρώ, το 2014 ανήλθαν (παρά τις μειώσεις των τιμών) σε 1,75 δις και παραμένουν στο ίδιο επίπεδο και το 2016 και το 2017. (στοιχεία οικογενειακών προϋπολογισμών, ΕΛΣΤΑΤ, το 2004/5 η δαπάνη των νοικοκυριών για φάρμακα ήταν 1.120 δις ευρώ).
• Οι τιμές των generics και των out off patent ήταν πάρα πολύ υψηλές και ανέρχονταν στο 80-90% των πρωτοτύπων. Καμία χώρα δεν είχε τόσο υψηλές τιμές. Αν μειώνονταν στο 50%- όπως είναι περίπου σήμερα- θα εξοικονομούσαμε άλλο 1,4 δις ευρώ. Θα πρέπει δε να σημειώσουμε εδώ, ότι σε αξία οι πωλήσεις των generics και των out off patent φαρμάκων είναι κατά πολύ υψηλότερες των πρωτοτύπων (60% με 40%) , κατέχουν το υψηλότερο μερίδιο αγοράς σε αξίες μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, ενάντια στον μύθο που ισχυρίζεται ότι έχουμε χαμηλές πωλήσεις των generics. Τα out off patent θεωρούνται generic φάρμακα σε όλον τον κόσμο. (ΣΦΕΕ, Δεκ 2012)
• Στην καθυστέρηση της εισόδου των generics στην ελληνική αγορά μετά την λήξη της πατέντας των πρωτοτύπων φαρμάκων.
• Το ποσοστό κέρδους των φαρμακείων που ήταν στο 35% επί της χονδρικής και των φαρμακεμπόρων στο 8% της ex-factory τιμής, ήταν σχεδόν τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Αν ίσχυε ότι ισχύει σήμερα θα εξοικονομούσαμε άλλα 212 εκ. ευρώ. Σύνολο μέτρων: 3,3+1,4+0,212= 4,9 δις. (υπενθύμιση, η ζημιά του δημοσίου ήταν 2 δις δίχως τα μέτρα)
Συμπέρασμα τρίτον: αν εφαρμόζαμε τα σημερινά μέτρα όχι μόνο δεν θα υπήρχε καμιά ζημιά για το δημόσιο την περίοδο 2000-2010, αλλά θα περιορίζονταν κατά πολύ και οι δημόσιες δαπάνες.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Γεγονότα τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψιν ούτε στο πόρισμα, αλλά ούτε και στην συζήτηση για τις δαπάνες.
Αιτιολόγηση της ετήσιας δαπάνης των 2 δις και της υπέρβασης
Οφείλεται:
• Στην αλλαγή της επιδημιολογίας, με κυριαρχία των χρόνιων παθήσεων, από το 40% στο 47% του πληθυσμού, που έφθασε στο 50% το 2014. Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης του πληθυσμού, αλλά και αύξηση του επιπολασμού των χρόνιων παθήσεων (όχι μόνο της συχνότητας) εφόσον οι ασθενείς ζουν περισσότερο, άρα χρειάζονται περισσότερα φάρμακα.
• Προς επιβεβαίωση του ανωτέρω ισχυρισμού σημειώνονται οι δαπάνες για φάρμακα για κάποιες χρόνιες παθήσεις ( έτος 2004 και 2010, στοιχεία IMS):
• Διαβήτης: από 66,6 εκ στα 200 εκ (επιπολασμός από 8,7% σε 11%)
• Φλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα: από 29,7 εκ σε 288,4 εκ
• Σχιζοφρένεια: από 71,8 σε 235 εκ
• Νόσος του Alzheimer: από 53,4 σε 235 εκ
• Οστεοπόρωση : από 68,6 εκ σε 159,5 εκ (εισαγωγή 5 νέων φαρμάκων)
• Επιληψία: από 47,3 σε 72,5.
• Κατάθλιψη: από 123 εκ σε 197,5 εκ
• Υπέρταση: από 352 εκ σε 416,2 εκ
• Φάρμακα για κακοήθεις: από 22,8 εκ σε 190,4 εκ
• Το 2000 νοσηλεύτηκαν σε δημόσια νοσοκομεία 1.753.153 ασθενείς και το 2010, 2.219.835 ασθενείς, (1,620 εκ το 1998). Μόνο οι νοσηλείες των καρκινοπαθών από 160.179 έφθασαν στους 267.750 το 2010, οι ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση από 1343 σε 8200. (ΕΛΣΤΑΤ)
• Θετικό παράδειγμα βελτίωσης λόγω νέων φαρμάκων: το 2000 νοσηλεύτηκαν με οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου 17.348 ασθενείς που αυξήθηκαν το 2003 σε 21.512 ασθενείς. (ΕΛΣΤΑΤ) Μειώθηκαν σε 13.490 το 2010 λόγω και της φαρμακευτικής αγωγής με την εισαγωγή νέων φαρμάκων, των στατινών. Πωλήσεις αυτών των φαρμάκων: 350 εκ το 2004 και 745 εκ το 2010.
• Στην αύξηση του πληθυσμού: οι μετανάστες υπολογίζονται σε 800.000 νόμιμους και σε 450.000 παράνομους (Α Φουξενίδης, ΕΚΚΕ 2012), που όχι μόνο κατανάλωναν οι ίδιοι φάρμακα, αλλά έστελναν και φάρμακα με βιβλιάρια απορίας –δωρεάν- και στους συγγενείς τους στις χώρες καταγωγής. (Αλβανία, Βουλγαρία, κλπ όπου είτε δεν υπήρχαν τα φάρμακα, είτε ήταν πανάκριβα). Το κύμα μετανάστευσης διογκώθηκε από το 1996. Ο επίσημος πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε από 10,25 εκ το 1991, σε 10,9 εκ το 2001.
• Σημείωση: με την έναρξη της κρίσης το 2010 παρατηρείται έξοδος εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών αλλά και μετανάστευση επίσης εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο πληθυσμός της χώρας, αλλά να αυξάνει η φαρμακευτική δαπάνη τα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ.
• Στην αύξηση του αριθμού των δικαιούχων περίθαλψης, (από 3,74 εκ το 2000 σε 4,08 εκ το 2009, του αριθμού των συνταξιούχων, από 2,036 εκ σε 2,396 εκ. Μεγάλη αύξηση και των δημοσίων υπαλλήλων, κατά 400.000 άτομα με τις καλύτερες παροχές, τα βιβλιάρια των δημοσίων υπαλλήλων ήταν τα πλέον περιζήτητα.
• Στις αυξημένες προσδοκίες του πληθυσμού για καλύτερη περίθαλψη, που σε συνδυασμό με την οικονομική βελτίωση οδηγεί σε αύξηση των δαπανών υγείας.
• Στην εύκολη πρόσβαση σε φάρμακα, οι πολίτες προμηθεύονται φάρμακα χωρίς ιατρική συνταγή από τα φαρμακεία, που πολλές φορές δεν καταναλώνονται και λήγουν, αυξάνοντας την πολυφαρμακία.
• Στην εισαγωγή τουλάχιστον 250 νέων πρωτοτύπων φαρμάκων σε αυτήν την περίοδο. Τα νέα φάρμακα κοστίζουν παραπάνω. (μόνο τον Απρίλιο του 2006 με το δελτίο τιμών- το πρώτο μετά από τον Νοέμβριο του 2004, πήραν τιμή 1952 νέα φάρμακα).
• Σε παραβατικές συμπεριφορές όπως αναφέρθηκε.
• Στον υπολογισμό νοσοκομειακών δαπανών στις εξωνοσοκομειακές όπως αναφέρθηκε.
• Στην υπεσυνταγογράφηση των γιατρών περισσότερο λόγω ανασφάλειας και έλλειψης εκπαίδευσης, και λιγότερο λόγω κατευθυνόμενης συνταγογράφησης.
• Στο επιθετικό marketing των φαρμακευτικών εταιριών
• Στην απουσία συγκροτημένης φαρμακευτικής πολιτικής, στην απουσία σοβαρών ελέγχων και στην έλλειψη μέτρων όταν όλες οι χώρες αυτήν την εποχή ελάμβαναν μέτρα περιορισμού της δαπάνης.
• Τελευταίο, αλλά το πιο σημαντικό: η δαπάνη και η σπατάλη οφείλεται στο μοντέλο παροχής και αποζημίωσης των υπηρεσιών υγείας (business model), το οποίο παραμένει το ίδιο και σήμερα. Οι δαπάνες και οι σπατάλες μπορούν να μειωθούν ακόμη περισσότερο μόνο αν αλλάξει το μοντέλο.

Το ζήτημα της υπερσυνταγογράφησης

Πάρα πολλοί αποδίδουν την υπέρβαση των δαπανών –‘το τεράστιο πάρτι’- στην υπερσυνταγογράφηση και κυρίως στην κατευθυνόμενη συνταγογράφηση των γιατρών δηλαδή την συναλλαγή γιατρών –φαρμακευτικών εταιριών. (και το πόρισμα το ισχυρίζεται)

Δεν παραθέτουν όμως αξιόπιστα στοιχεία και δεν τεκμηριώνουν το ύψος της δαπάνης που οφείλεται σε αυτό το γεγονός. Επίσης δεν διαχωρίζουν την υπερσυνταγογράφηση που είναι δικαιολογημένη σε κάποιες περιπτώσεις (αδυναμία διάγνωσης, αστοχία πρώτης θεραπείας, ή/και δοσολογίας κλπ). Ούτε βέβαια λαμβάνουν υπόψιν τους την ανασφάλεια των γιατρών και την άγνοια τους πολλές φορές να αντιμετωπίσουν σωστά κάποια πάθηση- γεγονότα που οδηγούν σε υπερσυνταγογράφηση, αλλά δεν είναι κατευθυνόμενη.

Από την τελική υπέρβαση των δαπανών της περιόδου που εξετάζουμε, εξάγεται το συμπέρασμα ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό οφείλεται στην κατευθυνόμενη υπερσυνταγογράφηση. Αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η κατά κεφαλή δαπάνη για τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα (σε ex-factory τιμές) της Ελλάδας είναι από τις χαμηλότερες μεταξύ των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών σε όλη την περίοδο που εξετάζουμε –και έγινε η χαμηλότερη το 2014.

Αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα είτε δεν υπάρχει σημαντική υπερσυνταγογράφηση, είτε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες σημειώνεται ‘τεράστιο πάρτι’.

Η σημερινή κατάσταση

Στα τρία χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ οι φαρμακευτικές δαπάνες εκτινάχθηκαν. Οι δημόσιες δαπάνες παρέμειναν οι ίδιες λόγω μνημονίων, στα ίδια επίπεδα παρέμειναν και οι ιδιωτικές δαπάνες. Εκεί όμως που παρατηρείται μεγάλη αύξηση είναι οι επιστροφές της βιομηχανίας. Το συνολικό rebate και το clawback από 427 εκ το 2014 πήγε στα 616 εκ το 2015, και εκτινάχθηκε στο 1 δις ευρώ το 2016. Υπολογίζεται ότι θα κλείσει στο 1,2 δις το 2017, (ΣΦΕΕ 2017) και πολύ υψηλότερα το 2018. Ταυτόχρονα αυξήθηκαν και οι νοσοκομειακές πωλήσεις, (από 1,404 δις σε 1,769 δις ευρώ).

Σημείωση: ο όγκος των φαρμάκων δεν μειώθηκε μέχρι σήμερα. Το 2008 είχαμε 97,5 εκ συσκευασίες σε νοσοκομειακά φάρμακα και 468,8 εκ. σε εξωνοσοκομειακά φάρμακα. Το 2016 έχουμε 94 εκ συσκευασίες σε νοσοκομειακά φάρμακα και 453 εκ συσκευασίες σε εξωνοσοκομειακά. (στοιχεία ΕΟΦ). Η διαφορά εξηγείται από το γεγονός ότι το 2016 είχαμε μείωση στις παράλληλες εξαγωγές: 402 εκ, ενώ το 2008, είχαμε 607 εκ ευρώ, που ο ΕΟΦ τις υπολογίζει στις πωλήσεις.

Αυτό σημαίνει ότι κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι σήμερα έχει στηθεί ένα πάρτι, αληθινό αυτήν την φορά. Η υπέρβαση μπορεί να οφείλεται σε αυξήσεις τιμών, είτε στην είσοδο νέων φαρμάκων, είτε σε αντικατάσταση φθηνών φαρμάκων από ακριβά, ή σε συνδυασμούς. Θα μπορούσε να εξηγηθεί και από αύξηση των παραβατικών συμπεριφορών. Σίγουρα όμως οφείλεται σε αποτυχία της φαρμακευτικής πολιτικής.

Διεθνείς συγκρίσεις

Πολλές φορές οι συγκρίσεις που γίνονται με άλλες χώρες, κυρίως με τις ανεπτυγμένες, δεν αποδίδουν την σωστή εικόνα. Η βάση των συγκρίσεων πρέπει να ξεκινά με το γεγονός ότι έχουμε περίπου το ίδιο νοσολογικό προφίλ, άρα τις ίδιες ανάγκες υγείας και φαρμάκων. Η σύγκριση των δαπανών σαν ποσοστό του ΑΕΠ δεν είναι από τις πλέον αντιπροσωπευτικές, διότι οι άλλες χώρες έχουν σαφέστατα πολύ υψηλότερο ΑΕΠ, ενώ η Ελλάδα πολύ χαμηλό και ιδιαίτερα όταν η μεγάλη παραοικονομία της Ελλάδας δεν λαμβάνεται υπόψιν στο ΑΕΠ. Επιπλέον, οι συγκρίσεις είναι γραμμικές, ενώ η πραγματικότητα είναι πολύπλοκη, άρα μη-γραμμική, και για αυτό δεν την αντιπροσωπεύουν απόλυτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Νορβηγία που ενώ έχει δαπάνες υγείας, σχετικά χαμηλές, στον μέσο όρο της Ε.Ε 28 = 9,9% του ΑΕΠ, έχει τις υψηλότερες κατά κεφαλή δαπάνες, 4.681 ευρώ PPP. Η Γερμανία με τις υψηλότερες δαπάνες υγείας στο ΑΕΠ= 11,1% έχει κατά κεφαλή δαπάνες 4.003 (euro PPP, Health at Glance, OECD,2016)

Η κατά κεφαλή δαπάνη για τα φάρμακα είναι πιο αξιόπιστη μέθοδος, φθάνει να υπολογίζουμε σωστά τους κατοίκους της Ελλάδας. (το 2012 πετύχαμε χαμηλότερες κατά κεφαλή δημόσιες δαπάνες για τα φάρμακα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.). Η καλύτερη μέθοδος είναι όταν η κατά κεφαλή δαπάνη υπολογίζεται σε ex-factory τιμές. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται οι παρεμβάσεις των πολιτικών που ακολουθεί κάθε κράτος στην διαμόρφωση της λιανικής τιμής των φαρμάκων, (ΦΠΑ, κέρδος φαρμακείων, φαρμακεμπόρων), αλλά και της συμμετοχής των ασθενών όταν πρόκειται για σύγκριση της δημόσιας δαπάνης.

Επιπλέον, στις συγκρίσεις δεν υπολογίζεται ποτέ το ποσοστό της υποσυνταγογράφησης. Δηλαδή, πόσοι ασθενείς δεν λαμβάνουν φάρμακα ενώ θα έπρεπε να λαμβάνουν, ή δεν ελέγχονται σωστά με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, ώστε να μην επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό της υγείας με άσκοπες εισαγωγές σε νοσοκομεία, σε γρήγορη πρόοδο στην νόσο και στην εμφάνιση επιπλοκών.

Για να διαπιστώσουμε την παραμόρφωση των άνισων συγκρίσεων αναφέρουμε ότι το 2009 η Γαλλία είχε κατά κεφαλή δαπάνη για φάρμακα 626 $PPP και συμμετοχή στο ΑΕΠ 1,9%, η Ισπανία 529 και 1,6%, η Ιταλία 572 και 1,7%, η Πορτογαλία 518 και 2,1% και η Αυστρία 518 και 1,3%. (πρώτη παρατήρηση: Πορτογαλία και Αυστρία έχουν την ίδια κατά κεφαλή δαπάνη, τεράστια διαφορά όμως στην συμμετοχή του ΑΕΠ!) (OECD Health Data)

Η Ελλάδα το 2009 (την χρονιά της ‘μεγάλης’ σπατάλης) -και με όλες τις παραμορφώσεις στον υπολογισμό της δαπάνης όπως δείξαμε- είχε κατά κεφαλή 677 και συμμετοχή στο ΑΕΠ 2,4%. Μόνο αν υπολογίσουμε την παραοικονομία της Ελλάδας στο 30% τότε η συμμετοχή στο ΑΕΠ κατεβαίνει στο 1,68% όπως της Ιταλίας και της Ισπανίας. Περιττό να σημειώσουμε ότι το ΑΕΠ της Ισπανίας ήταν 4,7 φορές υψηλότερο της Ελλάδας, και της Ιταλίας 6,5 φορές- πολύ υψηλότερα και από την αναλογία του πληθυσμού των χωρών, άρα θα έπρεπε να έχουν πολύ χαμηλότερο ποσοστό δαπανών από ότι η Ελλάδα.

Η δε κατά κεφαλή δαπάνη είναι σαφέστατα λάθος, διότι και ο πληθυσμός της χώρας που λαμβάνεται υπόψιν είναι λάθος, αλλά και οι δαπάνες είναι φουσκωμένες διότι περιέχουν και τα στοιχεία που θα έπρεπε να αφαιρεθούν, όπως αποδείξαμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου