Μία ακόμη παράδοξη ιστορία η οποία αναδεικνύει ανάγλυφα την γραφειοκρατία που μαστίζει την χώρα μας, η οποία μας οδηγεί σε απρόβλεπτα και αδιέξοδα μονοπάτια συντελείται στο πεδίο της υγείας και της έρευνας.
Της Νατάσσας Ν. Σπαγαδώρου
Πρόκειται για το πεδίο των κλινικών μελετών, το οποίο θα μπορούσε κυριολεκτικά να αιμοδοτήσει την ελληνική οικονομία μεσούσης της βαθειάς ύφεσης, την ώρα που οι πόροι δεν περισσεύουν και την στιγμή που εκατοντάδες λαμπρά μυαλά «οδεύουν» στο εξωτερικό.
Και την ώρα επιπλέον, που πραγματοποιείται ένας αληθινός αγώνας δρόμου για εξοικονόμηση και εξορθολογισμό, και που το ΕΣΥ αλλά και η δημόσια υγεία καταρρέουν- όπως τόνισε χθες για πολλοστή φορά ο ΠΙΣ - το κορυφαίο θεσμικό όργανο των γιατρών.
Γιατροί αλλά και εκπρόσωποι της φαρμακοβιομηχανίας - ΣΦΕΕ και ΠΕΦ- έχουν αναφερθεί ενδελεχώς στην ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας στο θέμα των κλινικών μελετών, οι οποίες μπορούν να στηρίξουν σημαντικά και το ΕΣΥ που πνέει τα λοίσθια.
Ειδικότερα, αναφερόμαστε σε κεφάλαια που διατίθενται σε παγκόσμιο επίπεδο για τη χρηματοδότηση κλινικών μελετών σε νοσοκομεία, από φαρμακευτικές εταιρείες και διεθνείς οργανισμούς. Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας οι περισσότεροι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό δίνουν καθημερινό αγώνα για να παρέχουν στον έλληνα πολίτη αλλά και στους πρόσφυγες εσχάτως, τη φροντίδα και την περίθαλψη που χρειάζονται, κάτω από αντίξοες και συχνά απάνθρωπες συνθήκες. Υπάρχουν δε, παγκοσμίως μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες που διαθέτουν τεράστια κεφάλαια για την έρευνα και τη δημιουργία νέων φαρμάκων και σκευασμάτων και θα μπορούσαν να στηρίξουν την προσπάθεια αυτή.
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης και για να ξέρουμε τι συμβαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πάρουμε ως παράδειγμα το Βέλγιο, που πληθυσμιακά είναι περίπου όσο και η χώρα μας. Στο Βέλγιο λοιπόν το Σύστημα Υγείας εισπράττει ετησίως 1,2 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση κλινικών μελετών. Την ίδια ώρα στην Ελλάδα, εισπράττουμε το ποσό των 80 εκατομμυρίων ευρώ. Τη στιγμή μάλιστα που όλες οι πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου Υγείας, τα τελευταία χρόνια, παροτρύνουν τους γιατρούς να συμμετέχουν σε κλινικές μελέτες ώστε να εισρέουν κεφάλαια που είναι πολύτιμα, υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες. Γιατί από τα κεφάλαια αυτά το δημόσιο εισπράττει Φόρο Προστιθεμένης Αξίας 23%, τα δημόσια νοσοκομεία ποσοστό 15% επί του συνόλου της μελέτης και η κατά τόπους Υγειονομική Περιφέρεια επιπλέον 5%, χωρίς ουσιαστικά να προσφέρουν έργο.
Την εκάστοτε μελέτη υλοποιούν γιατροί οι οποίοι και πληρώνονται νομίμως, καταβάλλοντας μάλιστα και φόρο 20% επί της αμοιβής τους.
Και γιατί θα πει, με το δίκιο του κάποιος, δεν «τρέχουν» όλοι οι γιατροί των δημόσιων νοσοκομείων να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και να ενταχθούν σε κλινικές μελέτες, ώστε να αυξήσουν τα εισοδήματά τους αλλά και να προσφέρουν πόρους στο ίδρυμα που εργάζονται; Αυτή λοιπόν είναι η κρίσιμη ερώτηση.
Γιατί ακόμη και αν οι γιατροί το επιθυμούσαν, το ίδιο το σύστημα τους αποτρέπει. Πώς; Βάζοντας ανώτατο όριο αποδοχών τις 4.500 ευρώ μηνιαίως, που αν τις ξεπεράσει κάποιος δεν μπορεί να πληρωθεί για κλινική μελέτη που έχει συμμετάσχει. Ο ίδιος ο γιατρός με υπεύθυνη δήλωση πρέπει να βεβαιώσει ότι δεν ξεπερνά τις 4.500 ευρώ μηνιαίως.
Δηλαδή το ίδιο το Δημόσιο που εκλιπαρεί για συμμετοχή σε κλινικές μελέτες, αποτρέπει τους γιατρούς να συμμετάσχουν, για να μην ξεπεράσουν συγκεκριμένο εισοδηματικό όριο, δηλαδή να μην πληρωθούν για τη δουλειά τους.
Γιατί όμως το Δημόσιο δεν προχωρεί σε αλλαγές στην ισχύουσα νομοθεσία ώστε να ενθαρρύνει τη συμμετοχή γιατρών και την υλοποίηση κλινικών μελετών σε δημόσια νοσοκομεία; Στην λογική αυτή ερώτηση, η απάντηση που έδωσε πρώην υπουργός Υγείας σε νοσοκομειακούς γιατρούς, σε οδηγεί .....στην καρέκλα του ψυχιάτρου. «Γιατί θα έχουμε προβλήματα με άλλους κλάδους και κυρίως με τους δικαστικούς, αφού κανείς δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου»! Πραγματικά σοκάρει η απάντηση αυτή και δεν ξέρουμε εάν πρέπει να κλάψουμε ή να γελάσουμε!
Τόσο η σημερινή κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση γνωρίζουν το θέμα, αρκεί μια απλή τροπολογία ώστε να λυθεί το θέμα και τόσο οι νοσοκομειακοί γιατροί όσο και τα ίδια τα νοσοκομεία να εισπράττουν σημαντικά ποσά.
Φυσικά υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μία τέτοια εξαίρεση, αποτελεί το νοσοκομείο Αλεξάνδρα, το οποίο εισπράττει ετησίως 15 εκατομμύρια ευρώ από τις κλινικές μελέτες, όπως τονίστηκε πρόσφατα, από την υποδιοικήτρια της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας (ΥΠΕ) Αττικής, κυρία Ιωάννα Διαμαντοπούλου κατά τη διάρκεια του 2ου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Φαρμακευτικής Ιατρικής (ΕΛΕΦΙ).
Πριν από ένα μήνα περίπου, σε συνέδριο του Health Daily για το Νοσοκομειακό Φάρμακο, αναφέρθηκε το παράδειγμα της Ισπανίας στην υγεία, το οποίο θα μπορούσε να ακολουθήσει και η Ελλάδα και να αντλήσει σημαντικά παραδείγματα για την δική της δύσκολη πορεία στα δημοσιονομικά. Την εμπειρία της Ισπανίας κατέθεσε με πολύ εύγλωττο τρόπο, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων, Farmaindustria της Ισπανίας, κ.Javier Urzay στα πλαίσια του συνεδρίου. Ο κ. Urzay, ανέδειξε τη σημασία των κλινικών μελετών καθώς μπορούν να συμβάλλουν στην ενίσχυση των πόρων για τις θεραπείες, στη χρηματοδότηση των Νοσοκομείων και συνεπώς στην αντιμετώπιση του θέματος του νοσοκομειακού φαρμάκου, αναφέροντας ως παράδειγμα ότι «Είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που υιοθέτησε την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία για τις κλινικές μελέτες, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τις επενδύσεις σε Έρευνα & Ανάπτυξη στη χώρα μας».
Η Ισπανία το έπραξε, άλλαξε την νομοθεσία της το Βέλγιο το ίδιο, εμείς, πότε θα αλλάξουμε νοοτροπία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου