Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Απόφαση “βόμβα” του ΣτΕ; Η ΔΕΗ δε δικαιούται , ούτε να εισπράξει φόρους, αλλά ούτε και να κόψει το ρεύμα!

Ο δικηγόρος Αθηνών και νομικός Σύμβουλος του Συλλόγου κ. Παναγιώτης Χασιώτης, επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την υπ΄ αριθ. 1934/1998 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις λεγόμενες τότε “παρκο-εταιρίες” του Δήμου Αθηναίων, οι οποίες έκαναν έλεγχο στάθμευσης των αυτοκινήτων και επέβαλαν και τα σχετικά πρόστιμα σε ιδιώτες, η ΔΕΗ δε δικαιούται να εισπράττει φόρους και να διακόπτει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, σε πελάτες της, οι οποίοι για οποιοδήποτε λόγο αρνούνται να καταβάλλουν το “τέλος ακινήτων”. Παράλληλα, ούτε οι άλλες ιδιωτικές εταιρίες – πάροχοι ηλεκτρικού ρεύματος, έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε είσπραξη φόρων ή διακοπή της ηλεκτροδότησης.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της παραπάνω απόφασης, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποιαδήποτε ανάθεση άσκησης δημόσιας εξουσίας σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (όπως είναι η Δ.Ε.Η. και οι άλλες ιδιωτικές εταιρείες παροχής ρεύματος). Τόσον η είσπραξη φόρων, όσο και η επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω της άρνησης πληρωμής φόρων, αποτελούν στοιχεία άσκησης δημόσιας εξουσίας.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, η άσκηση δημόσιας εξουσίας αποτελεί την κατ΄εξοχήν έκφραση κυριαρχίας του Κράτους και ασκείται μόνο από το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Η προτεινόμενη τροπολογία δεν αναθέτει τις αρμοδιότητες αυτές μόνο στη ΔΕΗ (η οποία έχει και κάποιο δημόσιο χαρακτήρα) αλλά και σε ιδιωτικές εταιρείες παροχής ηλεκτροδότησης (εναλλακτικούς παρόχους τους ονομάζει). Η επιβολή της κύρωσης ναι μεν προβλέπεται από το Νόμο, αλλά αναθέτει σε ιδιώτη να επιβάλει αυτές τις κυρώσεις.
Εναπόκειται στην κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει εάν αυτή η εκχώρηση των αρμοδιοτήτων συμβαδίζει με τα άρθρα 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος.
Το παραπάνω, προστίθεται στους λόγους αντισυνταγματικότητας που ήδη έχουν επισημάνει οι νομικοί συνεργάτες του Συλλόγου μας.
Παρακάτω παρατίθεται το “κρίσιμο” άρθρο 11, της υπ΄ αριθ. 1934/1998 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
11. Επειδή οι μνημονευμένες διατάξεις του άρθ. 36 του δημοτικού και κοινοτικού κώδικα και του άρθρου 45 του νόμου 2218/1994, κατά το μέρος που προβλέπουν ευθέως ή επιτρέπουν την ανάθεση αστυνομικής φύσεως αρμοδιοτήτων (βεβαίωση της παράβασης, ακινητοποίηση οχημάτων, επιβολή προστίμων) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου,αντίκεινται στις θεμελιώδεις διατάξεις του άρθ. 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την έννοια των οποίων, αστυνομική εξουσία, ως η κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται, διά της αστυνομικής αρχής,μόνο από το κράτος (και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που και αυτά είναι αποκεντρωμένες καθ’ύλην κρατικές υπηρεσίες) και όχι από ιδιώτες. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Αθ. Τσαμπάση, Σ. Ρίζος και Ν. Σακελλαρίου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι δεν προσκρούει στο Σύνταγμα η ανάθεση ασκήσεως τέτοιου είδους δραστηριοτήτων, όπως αυτές που αναφέρονται από τη διάταξη του άρθρου 45 του νόμου 2218/1994.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Δικαστήριο:
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Τόπος:
ΑΘΗΝΑ
Αριθ. Απόφασης:
1934
Ετος:
1998
Περίληψη
Μεταβίβαση δημοτικής ή κοινοτικής αρμοδιότητας στο Κράτος ή νπδδ ή νπιδ – Μελέτη εφαρμογής Συστήματος Ηλεκτρονικώς Ελεγχόμενης Στάθμευσης στην πόλη των Αθηνών -. Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, δια της οποίας εκρίθηκε, κατά πλειοψηφία και υπό τους αναφερόμενους στην απόφαση αυτή όρους και προϋποθέσεις, ως πλέον συμφέρουσα για τον Δήμο, σε σχέση με την εκπόνηση και υλοποίηση (εκτέλεση) μελέτης για την εφαρμογή του Συστήματος της Ηλεκτρονικώς Ελεγχόμενης Στάθμευσης στην πόλη των Αθηνών, προσφορά εταιρείας και παραχωρήθηκε συναφώς, στην πιο πάνω κοινοπραξία, η άσκηση της σχετικής δημοτικής αρμοδιότητας. Η δίκη, διατηρεί το αντικείμενό της και μετά την υπ’ αρ. 13352 από 12-4-1996 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η οποία εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής της ήδη αιτούσης εταιρείας (Αντίθετη μειοψηφία). Εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ότι ο νομοθέτης, λόγω της εξαιρετικής σημασίας την οποία παρουσιάζει για το δημόσιο συμφέρον η ανάθεση από τους Δήμους και τις Κοινότητες, έστω και προσωρινώς, της ασκήσεως μιας από τις αρμοδιότητες αυτών στο Κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, επιβάλλει να λαμβάνονται με την αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων όχι μόνο οι τυχόν πράξεις τους με τις οποίες αποφασίζουν την καταρχήν μεταβίβαση ορισμένης δημοτικής ή κοινοτικής αρμοδιότητας αλλά και οι πράξεις τους με τις οποίες αποφασίζεται η μεταβίβαση της σχετικής αρμοδιότητας σε συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο (Αντίθετη μειοψηφία).
Κείμενο Απόφασης
Αριθμός 1934/1998
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Ιανουαρίου 1998 με την εξής σύνθεση : Β. Μποτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Κατζούρος, Λ. Οικονόμου, Α. Τσαμπάση, Ν. Παπαδημητρίου, Η. Παπαγεωργίου, Π.Ζ. Φλώρος, Μ. Βροντάκης, Σ. Χαραλαμπίδης, Θ. Χατζηπαύλου, Γ. Παναγιωτόπουλος, Φ. Στεργιόπουλος, Ν. Ντούβας, Σ. Καραλής, Κ. Μενουδάκος, Γ. Ανεμογιάννης, Π.Ν. Φλώρος, Σ. Ρίζος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Ν. Σακελλαρίου, Ε. Δαρζέντας, Α. Γκότσης, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλοι, Δ. Σκαλτσούνης, Δ. Γρατσίας, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.
Γ ι α να δικάσει την από 6 Φεβρουαρίου 1996 αίτηση :
τ ω ν : 1) Κοινοπραξίας των εταιριών με τις επωνυμίες “ S. – Σ. Π. Κ. Ανώνυμη Εταιρία”, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Β. 19, “ T. E. L. “ , που εδρεύει στο Β. “ (A. L. 319, Β. ) και “ T. E. “ , που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Π. 4, η οποία (Κοινοπραξία) εδρεύει στην Αθήνα και η οποία δεν παρέστη, 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ S. – H. A.E. – Εταιρία Μελετών, Κατασκευών και Διαχείρισης Χώρων Στάθμευσης”, που εδρεύει στο Χ. Αττικής, Λεωφόρος Πεντέλης 13, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Φιλ. Φιλιππόπουλο (Α.Μ. 6168), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, 3) Κοινοπραξίας των Ελληνικών Εταιριών με τις επωνυμίες “ D. A.”, “ S. A.E.” και “ Ε. Τ. Α. “ , που εδρεύει στο Μ. Αττικής, οδός Γ. 71Α, 4) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “ E. . A.E.”, που εδρεύει στο Χ. Αττικής, οδός Κ. 19, 5) Κοινοπραξίας με την επωνυμία “ Ι. P. “ , που εδρεύει στην Κ., οδός Τ. 14 και 6) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία
“ Τ. Α. “ , που εδρεύει στο Α. Αττικής, οδός Θ. 99, οι οποίες δεν παρέστησαν,
κ α τ ά του Δ. Α., ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους : α) Επαμ. Σπηλιωτόπουλο (Α.Μ. 643) και β) Ι. Χ. (Α.Μ. 4381), που τους διόρισε με απόφαση της Δ. Επιτροπής.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ο. του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’αριθ. 1485/1997 παραπεμπτικής αποφάσεως του Σ. Τμήματος του Συμβουλίου της Ε., προκειμένου να επιλύσει η Ο. τα ζητήματα που αναφέρονται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθεί η 2740/1995 απόφαση του Δ. Συμβουλίου του Δ. Α. που λήφθηκε κατά την υπ’αριθμόν 33 της 7-12-1995 συνεδρίασή του.
Ο Εισηγητής, Σύμβουλος Ν. Σακελλαρίου, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της δεύτερης των αιτουσών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους του Δ., οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του Δικαστηρίου, κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθησαν τα, κατά νόμον, τέλη και το παράβολο (Διπλότυπα εισπράξεως του Ταμείου Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών 3443073 και 3443074, έτους 1996 και ειδικά έντυπα παραβόλου του Δημοσίου 2504284 και 6632349).
2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία παραπέμφθηκε λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με την υπ’αρ. 1485/1997 απόφαση του ΣΤ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η ακύρωση της υπ’αρ. 2740 από 7-12-1995 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, δια της οποίας εκρίθηκε, κατά πλειοψηφία και υπό τους αναφερόμενους στην απόφαση αυτή όρους και προϋποθέσεις, ως πλέον συμφέρουσα για τον Δήμο, σε σχέση με την εκπόνηση και υλοποίηση (εκτέλεση) μελέτης για την εφαρμογή του Συστήματος της Ηλεκτρονικώς Ελεγχόμενης Στάθμευσης στην πόλη των Αθηνών, η προσφορά της εταιρείας με την επωνυμία “ Κοινοπραξία Ε. Κ – Δήλος Κυκλοφοριακή ΑΤΕ” και παραχωρήθηκε συναφώς, στην πιο πάνω κοινοπραξία, η άσκηση της σχετικής δημοτικής αρμοδιότητας. Ως συμπροσβαλλόμενη με την κρινόμενη αίτηση πρέπει να θεωρηθεί και η υπ’αριθ. 561/1996 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου, η οποία ελήφθη, ομοίως, κατά πλειοψηφία. Με την απόφαση αυτή, σε εκτέλεση του όρου ΣΤ της μνημονευμένης προσβαλλόμενης απόφασης 2740/1995, εγκρίθηκαν οι όροι της υπό κατάρτιση σύμβασης μεταξύ του Δήμου Αθηναίων και της πιο πάνω κοινοπραξίας. (Η σύμβαση αυτή υπογράφτηκε στις 19 Μαρτίου 1996).
3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που ασκείται από τις αναφερόμενες στο δικόγραφο, υπ’αρ. 1, 3 και 5 κοινοπραξίες εταιρειών, (ήτοι τις : Κοινοπραξία των εταιριών με τις επωνυμίες “ SMARTCARD – Συστήματα Πλαστικών Καρτών Ανώνυμη Εταιρία”, “ TOWER ENTERPRISES LTD” και “ TRADEMCO EΠΕ”, Κοινοπραξία των Ελληνικών Εταιριών με τις επωνυμίες “ DENCO AE”, “ SELMO A.E.” και “ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ ΑΤΕ” και Κοινοπραξία με την επωνυμία “ ΙΝΤΕΑΛ/ΑΝΑΤΡΟΝ/CAR PARK”) και όχι ατομικώς από κάθε μία από τις απαρτίζουσες τις κοινοπραξίες αυτές εταιρείες, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, δοθέντος ότι οι κοινοπραξίες δεν έχουν νομική προσωπικότητα, αλλά συνιστούν απλές ενώσεις προσώπων, δεν έχουν κατ’άρθρον 47 του ΠΔ 18/1989, ΦΕΚ Α 8, την ικανότητα να είναι διάδικοι και δεν νομιμοποιούνται να ασκούν αίτηση ακυρώσεως, αφού δεν αναγνωρίζονται από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες διατάξεις του άρθρου 36 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος (ΔΚΚ, ΠΔ 410/1995) ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, στον κύκλο των σχέσεων, που αφορά, τη ρυθμιζόμενη, από τις διατάξεις αυτές ανάθεση ασκήσεως δημοτικών αρμοδιοτήτων, στο Κράτος ή σε άλλα νομικά πρόσωπα. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Αθ. Τσαμπάση, Ηλ. Παπαγεωργίου, Π.Ζ. Φλώρος, Μ. Βροντάκης, Σ. Ρίζος και Α. Γκότσης, τη γνώμη των οποίων υποστήριξε και ο Πάρεδρος Δ. Σκαλτσούνης, κατά τους οποίους, η αίτηση ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκείται, παραδεκτώς, από τις εταιρίες που απαρτίζουν τις κοινοπραξίες.
4. Επειδή, περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέρος που ασκείται από τις υπ’αρ. 4 και 6 αναφερόμενες στο δικόγραφο ανώνυμες εταιρείες (ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “ EUROPARKING A.E.” και ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “ ΤΕΟΚΑΡ ΑΒΕΕ”), οι 4. Επειδή, περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το μέρος που ασκείται από τις υπ’αρ. 4 και 6 αναφερόμενες στο δικόγραφο ανώνυμες εταιρείες (ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “ EUROPARKING A.E.” και ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “ ΤΕΟΚΑΡ ΑΒΕΕ”), οι οποίες δεν ενομιμοποίησαν, με κάποιο από τους προβλεπόμενους από το νόμο τρόπους@τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο.
5. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση, ασκείται εμπροθέσμως και γενικά παραδεκτώς από την εταιρεία “ Σετέξ”, η οποία εζήτησε την ανάθεση του έργου σ’αυτήν.
6. Επειδή, η δίκη, διατηρεί το αντικείμενό της και μετά την υπ’αρ. 13352 από 12-4-1996 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, οποία εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής της ήδη αιτούσης εταιρείας, δεδομένου ότι δια της αποφάσεως αυτής του Υφυπουργού δεν ακυρώθηκε η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση (υπ’αρ. 2740/1995) του δημοτικού συμβουλίου του προαναφερθέντος Δήμου, αλλά μόνο η υπ’αρ. 26/1996 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 18 του ν. 2218/1994, δια της οποίας είχε κριθεί, κατ’απόρριψη σχετικής προσφυγής της ήδη αιτούσης εταιρείας, ότι η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση (2740/1995) ήταν νόμιμη και ειδικότερα ότι είχε ληφθεί με την νόμιμη πλειοψηφία. Για τον ίδιο λόγο διατηρεί το αντικείμενό της η κρινόμενη αίτηση και ως προς την συμπροσβαλλόμενη υπ’αριθ. 561/1996 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου, ήτοι γιατί, και η απόφαση αυτή δεν ακυρώθηκε, παρά την έκδοση της απόφασης 34161/6-8-1996 του ίδιου υφυπουργού, που ακύρωσε την απόφαση 35/14-5-1996 της ίδιας επιτροπής, που είχε κρίνει νόμιμη την πιό πάνω απόφαση (561/1996). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Τσαμπάση, Μ. Βροντάκης, Σ. Χαραλαμπίδης, Κ. Μενουδάκος, Σ. Ρίζος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος και Ε. Δανδουλάκη, οι οποίοι υποστήριξαν την άποψη ότι η έννοια των αποφάσεων 13352/12-4-1996 και 34161/6-8-1996 του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης είναι ότι ακυρώνονται, με αυτές, αντιστοίχως, και οι 2740/1995 και 561/1996 αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων και επομένως κατά τη γνώμη αυτή συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της δίκης.
7. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 102 του Συντάγματος ορίζεται μεταξύ άλων ότι η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως, στη διάταξη δε της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος (Π.Δ. 410/1995, ΦΕΚ Α 231/14-11-1995) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι : στην αρμοδιότητα των δήμων και των κοινοτήτων ανήκουν ιδίως : “ α) . . . β) . . . γ) . . . ιδ) η ρύθμιση της κυκλοφορίας, ο καθορισμός πεζοδρόμων, μονοδρομήσεων και κατευθύνσεων της κυκλοφορίας, ο προσδιορισμός και η λειτουργία των χώρων σταθμεύσεως οχημάτων
Όαο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την κυκλοφορία και στάθμευση των οχημάτων κ.λπ.”. Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 29 του Π.Δ. 323/1989, (ΦΕΚ Α 146/1-6-89), όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 2218/1994, (ΦΕΚ Α 90/13-6-1994) [βλ. ήδη άρθρο 36 του Δ.Κ.Κ. (Π.Δ. 410/1995)], ορίζεται ότι : “ Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν, κατ’εξαίρεση, να αναθέτουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την άσκηση ορισμένης αρμοδιότητάς τους στο κράτος ή σε άλλο νομικό πρόσωπο. Η ανάθεση της αρμοδιότητας αποφασίζεται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται οι όροι άσκησης της αρμοδιότητας και η χρονική διάρκεια της ανάθεσής της. Σε κάθε περίπτωση οι όροι αυτοί διασφαλίζουν τη διοίκηση της υπόθεσης από το δήμο ή την κοινότητα. Οταν η ανάθεση της αρμοδιότητας γίνεται σε άλλο, εκτός από το κράτος νομικό πρόσωπο μπορεί να περιληφθεί στους όρους της και η εκπροσώπηση του δήμου ή της κοινότητας στο όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο, καθώς και ο τρόπος της εκπροσώπησης. Μετά την ανάθεση η αρμοδιότητα ασκείται από το κράτος ή το νομικό πρόσωπο προς το οποίο έγινε η μεταβίβασή της και τα όργανά τους ασκούν τις προβλεπόμενες από το νόμο δραστηριότητες για λογαριασμό του δήμου ή της κοινότητας, εκτός εάν το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο περιέλαβε στους όρους της ανάθεσης διαφορετική ρύθμιση. Σε όλα τα έγγραφα και τις πράξεις που εκδίδονται στα πλαίσια της άσκησης της αρμοδιότητας αυτής από τον αναλαμβάνοντα την αρμοδιότητα, σημειώνεται υποχρεωτικά ότι η έκδοσή τους γίνεται για λογαριασμό του δήμου ή της κοινότητας και αναγράφονται τα στοιχεία της απόφασης του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου με την οποία έγινε η ανάθεση”. Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 45 του ν. 2218/1994 ορίζονται τα ακόλουθα : “ Ελεγχος στάθμευσης οχημάτων – Πρόστιμα. 1. Η παρ. 2 του άρθρου 59 του ν. 1416/1984 όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 1900/1990 (ΦΕΚ 125 Α’) αντικαθίσταται ως εξής : “ 2. Η βεβαίωση της παράβασης γίνεται από τα όργανα της υπηρεσίας της παρ. 2 του άρθρου 23 του π.δ. 323/1989 ή του νομικού προσώπου που ασκεί την αρμοδιότητα κατά το άρθρο 29 του ίδιου προεδρικού διατάγματος ή από υπαλλήλους του δήμου ή της κοινότητας που ορίζονται με απόφαση του δημάρχου ή προέδρου κοινότητας . . . 2. Ακινητοποίηση οχημάτων εντός των χώρων ελεγχόμενης στάθμευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2094/1992 (ΦΕΚ 182 Α’) μπορούν να ενεργούν και τα όργανα της προηγούμενης παραγράφου. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ορίζεται ο τρόπος πληρωμής των προστίμων κατά τις εργάσιμες και μη Όαο έλεγχος της τήρησης των διατάξεων που αφορούν την κυκλοφορία και στάθμευση των οχημάτων κ.λπ.”. Εξάλλου στη διάταξη του άρθρου 29 του Π.Δ. 323/1989, (ΦΕΚ Α 146/1-6-89), όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 2218/1994, (ΦΕΚ Α 90/13-6-1994) [βλ. ήδη άρθρο 36 του Δ.Κ.Κ. (Π.Δ. 410/1995)], ορίζεται ότι : “ Οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούν, κατ’εξαίρεση, να αναθέτουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την άσκηση ορισμένης αρμοδιότητάς τους στο κράτος ή σε άλλο νομικό πρόσωπο. Η ανάθεση της αρμοδιότητας αποφασίζεται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται οι όροι άσκησης της αρμοδιότητας και η χρονική διάρκεια της ανάθεσής της. Σε κάθε περίπτωση οι όροι αυτοί διασφαλίζουν τη διοίκηση της υπόθεσης από το δήμο ή την κοινότητα. Οταν η ανάθεση της αρμοδιότητας γίνεται σε άλλο, εκτός από το κράτος νομικό πρόσωπο μπορεί να περιληφθεί στους όρους της και η εκπροσώπηση του δήμου ή της κοινότητας στο όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο, καθώς και ο τρόπος της εκπροσώπησης. Μετά την ανάθεση η αρμοδιότητα ασκείται από το κράτος ή το νομικό πρόσωπο προς το οποίο έγινε η μεταβίβασή της και τα όργανά τους ασκούν τις προβλεπόμενες από το νόμο δραστηριότητες για λογαριασμό του δήμου ή της κοινότητας, εκτός εάν το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο περιέλαβε στους όρους της ανάθεσης διαφορετική ρύθμιση. Σε όλα τα έγγραφα και τις πράξεις που εκδίδονται στα πλαίσια της άσκησης της αρμοδιότητας αυτής από τον αναλαμβάνοντα την αρμοδιότητα, σημειώνεται υποχρεωτικά ότι η έκδοσή τους γίνεται για λογαριασμό του δήμου ή της κοινότητας και αναγράφονται τα στοιχεία της απόφασης του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου με την οποία έγινε η ανάθεση”. Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 45 του ν. 2218/1994 ορίζονται τα ακόλουθα : “ Ελεγχος στάθμευσης οχημάτων – Πρόστιμα. 1. Η παρ. 2 του άρθρου 59 του ν. 1416/1984 όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 1900/1990 (ΦΕΚ 125 Α’) αντικαθίσταται ως εξής : “ 2. Η βεβαίωση της παράβασης γίνεται από τα όργανα της υπηρεσίας της παρ. 2 του άρθρου 23 του π.δ. 323/1989 ή του νομικού προσώπου που ασκεί την αρμοδιότητα κατά το άρθρο 29 του ίδιου προεδρικού διατάγματος ή από υπαλλήλους του δήμου ή της κοινότητας που ορίζονται με απόφαση του δημάρχου ή προέδρου κοινότητας . . . 2. Ακινητοποίηση οχημάτων εντός των χώρων ελεγχόμενης στάθμευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2094/1992 (ΦΕΚ 182 Α’) μπορούν να ενεργούν και τα όργανα της προηγούμενης παραγράφου. Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ορίζεται ο τρόπος πληρωμής των προστίμων κατά τις εργάσιμες και μη εργάσιμες ώρες, η διαδικασία ακινητοποίησης του οχήματος και τα έξοδα ακινητοποίησης και μεταφοράς με τα οποία επιβαρύνεται ο παραβάτης καθώς και ο τρόπος πληρωμής τους. 3. Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται στους παραβάτες των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2094/1992) εισπράττονται μαζί με τα τέλη κυκλοφορίας του οχήματος και αποδίδονται στους δικαιούχους Ο.Τ.Α.. Η διαδικασία απόδοσης των ποσών, οι τεχνικές λεπτομέρειες της είσπραξης και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση καθορίζονται με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών. 4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για τα πρόστιμα του άρθρου 4 του ν. 1900/1990. Η μη καταβολή των προστίμων αυτών δεν αποτελεί πταισματική παράβαση από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού@
8. Επειδή, από την πιό πάνω διάταξη του άρθρου 36 του δημοτικού κα κοινοτικού κώδικα, συνάγεται ότι, ο νομοθέτης, παρέχει, υπό τους αναφερόμενους εις αυτήν όρους και προϋποθέσεις, στους Δήμους και τις Κοινότητες, τη δυνατότητα, να αναθέτουν, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και κατ’εξαίρεση την άσκηση ορισμένης αρμοδιότητας του δήμου ή της κοινότητας στο Κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο, το οποίο δύναται, εφ’όσον ο νόμος δεν διακρίνει, να είναι είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου.
9. Επειδή, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ακόμη, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ότι ο νομοθέτης, λόγω της εξαιρετικής σημασίας την οποία παρουσιάζει για το δημόσιο συμφέρον η ανάθεση από τους Δήμους και τις Κοινότητες, έστω και προσωρινώς, της ασκήσεως μιας από τις αμροδιότητες αυτών στο Κράτος ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, επιβάλλει να λαμβάνονται με την αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων όχι μόνο οι τυχόν πράξεις τους με τις οποίες αποφασίζουν την καταρχήν μεταβίβαση ορισμένης δημοτικής ή κοινοτικής αρμοδιότητας αλλά και οι πράξεις τους με τις οποίες αποφασίζεται η μεταβίβαση της σχετικής αρμοδιότητας σε συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο. διότι, οι τελευταίες αυτές αποφάσεις έχουν μείζονα σπουδαιότητα, αφού η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος θα επιχειρηθεί από το συγκεκριμένο αυτό νομικό πρόσωπο, τα εχέγγυα του οποίου για τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα και οι όροι που θα του επιβληθούν πρέπει να εγκριθούν, ενόψει της σημασίας τους, από την αυξημένη πλειοψηφία των μελών του δημοτικού συμβουλίου. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Αθ. Τσαμπάση, Θ. Χατζηπαύλου, Ν. Ντούβας, Ν. Σακελλαρίου και Εμ. Δαρζέντας, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι ο νομοθέτης αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, με την οποία αποφασίζει, κατ’αρχήν, την ανάθεση, IΝ ABSTRACTO, της ασκήσεως της συγκεκριμένης αρμοδιότητας σε άλλο, νομικό πρόσωπο ή το Κράτος, για την λήψη δε αυτής μόνο της αποφάσεως απαιτεί κατά την έννοια της σχετικής διατάξεως την αυξημένη πλειοψηφία, δηλαδή την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του και όχι για τις, εν συνεχεία της αποφάσεως αυτής, λαμβανόμενες, επί μέρους, αποφάσεις των δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων των οικείων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, διά των οποίων, εκδιδομένων, πάντως, μετά από τήρηση διαδικασίας που εξασφαλίζει αντικειμενική και αμερόληπτη επιλογή, αποφασίζεται, IN CONCRETO, η ανάθεση της ασκήσεως ορισμένης αρμοδιότητας σε συγκεκριμένο, πλέον, νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή το Κράτος και οι οποίες αποφάσεις δεν απαιτείται, ούτε άλλωστε θα ήταν σκόπιμο, για πρακτικούς, κυρίως, λόγους συνισταμένους στην ευχερέστερη λήψη αυτών, να λαμβάνονται με τη μνημονευμένη αυξημένη πλειοψηφία.
10. Επειδή το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος επιβάλλει στο νομοθέτη κοινό και
κανονιστικό, καθώς και στη Διοίκηση την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ενόψει της συνταγματικής αυτής διατάξεως ερμηνευόμενες, οι μνημονευμένες διατάξεις του άρθρου 24 (παρ. 1 εδ. ια) και του άρθρου 36 του δημοτικού και κοινοτικού κώδικα έχουν την έννοια ότι οι χώροι σταθμεύσεως των αυτοκινήτων στις πόλεις δεν καθορίζονται τυχαίως ή με κριτήριο την απόληψη ανταλλαγμάτων από την παραχώρηση της χρήσεως αλλά βάσει ειδικής κυκλοφοριακής και περιβαλλοντικής μελέτης, η οποία λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τον κυκλοφοριακό φόρτο στη συγκεκριμένη περιοχή και οδό, το πλάτος της τελευταίας, τις ανάγκες σταθμεύσεως αυτοκινήτων, την οικιστική διαμόρφωση και τα τυχόν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής και άλλα ανάλογα κριτήρια, ώστε ο καθορισμός και η κατανομή των θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων να γίνεται κατά τρόπο ορθολογικό, και από την άποψη της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και από την άποψη της προστασίας, κατά το δυνατόν, του περιβάλλοντος, το οποίον επηρεάζεται από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων και συνεκδοχικώς από τον αριθμό, τη θέση και γενικώς τη λειτουργία των χώρων σταθμεύσεως. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Αθ. Τσαμπάση, Θ. Χατζηπαύλου και Ν. Σακελλαρίου, κατά τη γνώμη των οποίων, από τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν συνάγεται ότι επιβάλλεται η προηγούμενη εκπόνηση τέτοιας μελέτης, δεδομένου ότι, αν ο νομοθέτης σκόπευε να επιβάλει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης τη σύνταξη μελέτης, θα το όριζε ρητώς, όπως κανονιστικό, καθώς και στη Διοίκηση την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Ενόψει της συνταγματικής αυτής διατάξεως ερμηνευόμενες, οι μνημονευμένες διατάξεις του άρθρου 24 (παρ. 1 εδ. ια) και του άρθρου 36 του δημοτικού και κοινοτικού κώδικα έχουν την έννοια ότι οι χώροι σταθμεύσεως των αυτοκινήτων στις πόλεις δεν καθορίζονται τυχαίως ή με κριτήριο την απόληψη ανταλλαγμάτων από την παραχώρηση της χρήσεως αλλά βάσει ειδικής κυκλοφοριακής και περιβαλλοντικής μελέτης, η οποία λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τον κυκλοφοριακό φόρτο στη συγκεκριμένη περιοχή και οδό, το πλάτος της τελευταίας, τις ανάγκες σταθμεύσεως αυτοκινήτων, την οικιστική διαμόρφωση και τα τυχόν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής και άλλα ανάλογα κριτήρια, ώστε ο καθορισμός και η κατανομή των θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων να γίνεται κατά τρόπο ορθολογικό, και από την άποψη της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και από την άποψη της προστασίας, κατά το δυνατόν, του περιβάλλοντος, το οποίον επηρεάζεται από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων και συνεκδοχικώς από τον αριθμό, τη θέση και γενικώς τη λειτουργία των χώρων σταθμεύσεως. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Αθ. Τσαμπάση, Θ. Χατζηπαύλου και Ν. Σακελλαρίου, κατά τη γνώμη των οποίων, από τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν συνάγεται ότι επιβάλλεται η προηγούμενη εκπόνηση τέτοιας μελέτης, δεδομένου ότι, αν ο νομοθέτης σκόπευε να επιβάλει στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης τη σύνταξη μελέτης, θα το όριζε ρητώς, όπως συνέβη με την διάταξη του άρθρου 9 παρ. 9 του επιγενόμενου νόμου 2503/1997 (ΦΕΚ Α 107), διά της οποίας επιβλήθηκε, για πρώτη φορά και κατά τροποποίηση των ως άνω διατάξεων του ΔΚΚ (24 παρ. 1 περ. ιδ), η εκπόνηση ειδικής μελέτης, διάταξη όμως, η οποία δεν καταλαμβάνει την επίδικη περίπτωση λόγω του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξης.
11. Επειδή οι μνημονευμένες διατάξεις του άρθ. 36 του δημοτικού και κοινοτικού κώδικα και του άρθρου 45 του νόμου 2218/1994, κατά το μέρος που προβλέπουν ευθέως ή επιτρέπουν την ανάθεση αστυνομικής φύσεως αρμοδιοτήτων (βεβαίωση της παράβασης, ακινητοποίηση οχημάτων, επιβολή προστίμων) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, αντίκεινται στις θεμελιώδεις διατάξεις του άρθ. 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά την έννοια των οποίων, αστυνομική εξουσία, ως η κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται, διά της αστυνομικής αρχής, μόνο από το κράτος (και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που και αυτά είναι αποκεντρωμένες καθ’ύλην κρατικές υπηρεσίες) και όχι από ιδιώτες. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Φ. Κατζούρος, Αθ. Τσαμπάση, Σ. Ρίζος και Ν. Σακελλαρίου, οι οποίοι υποστήριξαν ότι δεν προσκρούει στο Σύνταγμα η ανάθεση ασκήσεως τέτοιου είδους δραστηριοτήτων, όπως αυτές που αναφέρονται από τη διάταξη του άρθρου 45 του νόμου 2218/1994.
….. όργανα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, δεδομένου ότι, κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, τα όργανα των νομικών αυτών προσώπων αποτελούν, κατά την άσκηση των εν λόγω αρμοδιοτήτων, δημόσια όργανα και οι πράξεις τους είναι δυνατόν να προσβληθούν, παραδεκτώς, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων.
12. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων, αποφάσισε, ομοφώνως, με την υπ’αρ. πρ. 1251 από 18-5-1995 απόφασή του : 1) να αναθέσει την εκπόνηση μελέτης για την εφαρμογή σχεδίου ηλεκτρονικώς ελεγχομένης σταθμεύσεως στην πόλη των Αθηνών και την υλοποίηση (εκτέλεση) του σχεδίου αυτού, σε νομικό πρόσωπο το οποίο θα επιλέγετο κατόπιν διαγωνισμού και 2) την συγκρότηση πενταμελούς επιτροπής, η οποία θα επιμελείτο της υλοποιήσεως του σχεδίου αυτού της ηλεκτρονικώς ελεγχόμενης στάθμευσης (διά του καθορισμού των σημείων στα οποία θα επιτρέπετο ή θα απαγορευόταν η στάθμευση, των σημείων τοποθετήσεως των παρκομέτρων κ.λπ.). Μετά ταύτα η συγκροτηθείσα κατόπιν της ως άνω αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου Πενταμελής Επιτροπή, αποφάσισε (βλ. το από 15-9-1995 πρακτικό της) τη σύνταξη προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος για την υλοποίηση της εν λόγω αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου. Η πρόσκληση αυτή δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο, σ’αυτήν δε ανταποκρίθηκαν, μεταξύ άλλων, διά της καταθέσεως σχετικών προσφορών, η Κοινοπραξία “ …. – Δήλος Κυκλοφοριακή Α.Τ.Ε.” και η εταιρεία “ Σετέξ”. Εν συνεχεία επελήφθη της εξετάσεως των προσφορών αυτών η προαναφερθείσα Πενταμελής Επιτροπή του Δήμου Αθηναίων, η οποία με το από 4-12-1995 πρακτικό της κατέταξε πρώτη κατά σειρά την ανωτέρω Κοινοπραξία και ενάτη την εταιρεία “ Σετέξ”. Επακολούθησε, η έκδοση της ήδη προσβαλλόμενης υπ’αριθμ. 2740/95 αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, η οποία ελήφθη κατά πλειοψηφία, με είκοσι μία θετικές ψήφους έναντι εννέα αρνητικών και μιάς λευκής, και διά της οποίας κρίθηκε υπό τους αναφερομένους σ’αυτήν ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις, ως πλέον συμφέρουσα για τον Δήμο Αθηναίων, η προσφορά της ως άνω Κοινοπραξίας και παραχωρήθηκε συναφώς στην πιο πάνω κοινοπραξία η άσκηση της σχετικής δημοτικής αρμοδιότητας. Με την συμπροσβαλλόμενη υπ’αριθ. 561/1996 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου εγκρίθηκαν, και μάλιστα με απλή πλειοψηφία, όπως ήδη έχει εκτεθεί, οι όροι της υπό κατάρτιση συμβάσεως μεταξύ του Δήμου Αθηναίων και της πιο πάνω κοινοπραξίας.
13. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία παραχωρήθηκε στην κοινοπραξία “ Ε Κ – Δήλος Κυκλοφοριακή ΑΤΕ” η άσκηση της δημοτικής
αρμοδιότητας για την εφαρμογή του συστήματος της ηλεκτρονικώς ελεγχόμενης στάθμευσης, είναι μη νόμιμη, γιατί δεν ελήφθη με τη νόμιμη, σύμφωνα με προηγούμενη σκέψη, πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του δημοτικού συμβουλίου. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη και κατά το μέρος που πέραν της ανάθεσης και της υλοποίησης της μελέτης για την εφαρμογή του συστήματος ηλεκτρονικής στάθμευσης παραχώρησε στην πιό πάνω κοινοπραξία, κατ’εφαρμογή των μνημονευμένων αντισυνταγματικών διατάξεων του άρθ. 45 παρ. 1 και 2, του νόμου 2218/1994, την άσκηση της αστυνομικής εξουσίας που περιγράφεται στις διατάξεις αυτές, καθώς και στη σκέψη 11 της παρούσης. Για τους λόγους αυτούς, προεχόντως, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί. Η συμπροσβαλλόμενη δε υπ’αριθ. 561/1996 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου, πρέπει να ακυρωθεί γιατί στηρίζεται στην ακυρούμενη απόφαση 2740/1995 του δημοτικού συμβουλίου.
14. Επειδή, ενόψει όσων έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, ως προς την εταιρία “ Σετέξ” από την οποία ασκείται παραδεκτώς, παρέλκει δε για τον λόγο αυτόν η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως ως αλυσιτελής και πρόωρη. Αν και κατά τη γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου Ν. Σακελλαρίου θα έπρεπε να εξετασθεί από το Δικαστήριο ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητείται, εν όψει συγκεκριμένων διατάξεων οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κατά πόσον η προβλεπόμενη από το άρθρο 36 του ΔΚΚ διαδικασία αναθέσεως της ασκήσεως ορισμένης αρμοδιότητας των ΟΤΑ σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου συμβιβάζεται ή όχι προς το Κοινοτικό Δίκαιο.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται, την υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που ασκείται από την εταιρία “ Σετέξ”.
Απορρίπτει, την υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που ασκείται από τις λοιπές, πλην της εταιρείας “ Σετέξ”, αναφερόμενες στο δικόγραφο κοινοπραξίες και εταιρίες.
Ακυρώνει, την υπ’αρ. 2740 από 7-12-1995 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων καθώς και την 561/5-3-96 απόφαση του ίδιου δημοτικού συμβουλίου.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και
Επιβάλλει στο Δήμο Αθηναίων, την δικαστική δαπάνη της αιτούσης εταιρείας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων (28.000) δραχμών.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 Φεβρουαρίου 1998 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Μαΐου του ίδιου έτους.

Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Β. Μποτόπουλος Μ.Καλαντζής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου