INDEEPANALYSIS.GR. Το μέγεθος του Ελληνικού δημόσιου τομέα θεωρείται από πολλούς ο κύριος ένοχος για τη διαχρονική συσσώρευση των ελλειμμάτων, η οποία οδήγησε στην κρίση χρέους που τα τελευταία τέσσερα χρόνια μάχεται να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία. Αποκορύφωμα ήταν το έτος 2009 όπου το έλλειμμα άγγιξε το 15.4% του ΑΕΠ, καθώς οι δημόσιες δαπάνες το εν λόγω έτος ανήλθαν σε 53% του ΑΕΠ ενώ τα έσοδα ήταν μόλις 38% του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, ο δημόσιος τομέας βρέθηκε στο στόχαστρο του προγράμματος προσαρμογής. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Η μέτρηση του μεγέθους του δημόσιου τομέα, σε γενικές γραμμές, ενέχει πολλές δυσκολίες, οι οποίες πηγάζουν από την πολυπλοκότητα αλλά και τη μοναδικότητα των υπηρεσιών που το κράτος παρέχει στους πολίτες. Το πιο συνηθισμένο μέτρο που χρησιμοποιείται στην οικονομική βιβλιογραφία είναι το ύψος των δημοσίων δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το Διάγραμμα 1 συνδυάζει τον πλούτο μιας οικονομίας με την κατανομή του και το ποσοστό αυτού που δαπανάται σε δημόσιες υπηρεσίες. Φαίνεται πως, με βάση το μέτρο των δημοσίων δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα ανήκει, μαζί με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Δανία, Φινλανδία), το Βέλγιο και τη Γαλλία, στις χώρες με το μεγαλύτερο δημόσιο τομέα στην Ευρώπη. Ο μέσοςόρος δημοσίων δαπανών των χωρών της ΕΕ αλλά και της Ευρωζώνης για το 2012 ήταν λίγο κάτω από το 50% του ΑΕΠ (49.4% και 49.9%, αντίστοιχα), ενώ οι δημόσιες δαπάνες του ελληνικού κράτους το 2012 ανήλθαν σε 54.8%.
Δύο σημειώσεις πρέπει να γίνουν σ’ αυτό το σημείο: η πρώτη αφορά στην παραοικονομία. Αν γίνει αναπροσαρμογή στο ΑΕΠ της Ελλάδας (29% παραοικονομία) και των Ευρωπαϊκών χωρών (περίπου 15% παραοικονομία) τότε ο μέσος όρος των δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα είναι παρόμοιος με αυτόν στην Ευρώπη. Η δεύτερη σημείωση αφορά στο βάθος της ύφεσης στην Ελλάδα σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές χώρες. Λόγω του βάθους της ύφεσης στην Ελλάδα αναμένεται αυξημένο ποσοστό συμμετοχής του δημόσιου τομέα στο ΑΕΠ που, όμως, δε συμβαίνει.
Διάγραμμα 1. Μέγεθος δημοσίου τομέα σε επιλεγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες (2012)
Πηγή: IMF.
Μια άλλη προσέγγιση στο μέγεθος του δημοσίου τομέα μπορεί να γίνει με βάση τον αριθμό των ατόμων που απασχολούνται σε αυτόν. Το 2008 στην Ελλάδα απασχολούνταν 1.022 εκ. άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί σε 9.05% στο σύνολο του πληθυσμού. Από το Διάγραμμα 2 φαίνεται πως η Ελλάδα, με βάση αυτή την προσέγγιση, βρίσκεται λίγο πιο κάτω από μέσο όρο των χωρών της ΕΕ (9.69%) και λίγο υψηλότερα από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης (8.35%). Το 2010, μάλιστα, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων είχε συρρικνωθεί κατά 32.8 χιλ., καθώς ανήλθε σε 988.2 χιλ., υποδεικνύοντας μια τάση περιορισμού των ατόμων που εργάζονται στο δημόσιο.
Διάγραμμα 2. Απασχόληση στο δημόσιο τομέα ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού (2008)
Πηγή: International Labor Organization (ILO), Ίδιοι Υπολογισμοί.
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού δημόσιου τομέα είναι το χαμηλό, ουσιαστικά, μορφωτικό επίπεδο των ατόμων που απασχολεί. Σύμφωνα με στοιχεία του 2006 (Διάγραμμα 3), η πλειοψηφία των εργαζομένων (67.3%) είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας και υποχρεωτικής εκπαίδευσης (50.1% και 17.2%, αντίστοιχα), ενώ το υπόλοιπο 14.6% και 18.1% είναι απόφοιτοι τεχνολογικής και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αντίστοιχα.
Διάγραμμα 3. Εκπαιδευτικό επίπεδο εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, 2006 (%)
Πηγή: ΓΓ Δημόσιας Διοίκησης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Υπουργείου Εσωτερικών, Δ/νση Ηλεκτρονικής Επεξεργασίας Στοιχείων, Στατιστικά Στοιχεία από Ετήσια Απογραφή 2006 (10/02/2009).
Ένας δημόσιος τομέας, όμως, θα πρέπει να κρίνεται στη βάση του πόσο αποτελεσματικός είναι. Η αποτελεσματικότητα, όπως και το μέγεθός του, είναι δύσκολο να αποτιμηθεί, ωστόσο ένας δείκτης που συχνά χρησιμοποιείται είναι ο Government Effectiveness Indicator της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο δείκτης αυτός αποτελεί μέτρηση της ποιότητας των δημοσίων υπηρεσιών (όπως είναι για παράδειγμα οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση), της ανεξαρτησίας τους από πολιτικές πιέσεις, του βαθμού γραφειοκρατίας, καθώς και της ποιότητας στη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών και της αξιοπιστίας της κυβέρνησης στις δεσμεύσεις της.
Οι χώρες με τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τείνουν να επιτυγχάνουν υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, καλύτερη ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών (πιο αποδοτικό υγειονομικό και εκπαιδευτικό σύστημα), ευνοώντας παράλληλα τη συσσώρευση ανθρωπίνου κεφαλαίου και την τεχνολογική αλλαγή. Με μέγιστη τιμή το 2.5, που υποδεικνύει υψηλότερη αποτελεσματικότητα, και χαμηλότερη το -2.5, που συνεπάγεται το αντίστροφο, είναι εμφανές από το επόμενο διάγραμμα πως οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης εμφανίζουν πολύ υψηλό βαθμό αποτελεσματικότητας παρότι το μέγεθος του δημοσίου τομέα τους είναι από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ. Σημειωτέον ότι οι χώρες αυτές διαθέτουν πολύ υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αντίθετα, ο δείκτης για την Ελλάδα λαμβάνει αρκετά χαμηλή τιμή (0.48), η οποία με εξαίρεση την Ιταλία, είναι η χαμηλότερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες εξεταζόμενες χώρες, αποτυπώνοντας τις αδυναμίες και ευπάθειες του ελληνικού δημοσίου τομέα. Είναι κρίσιμο, επομένως, να δοθεί έμφαση στη βελτίωση των παραγόντων εκείνων που δυσχεραίνουν την αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα (π.χ. παραοικονομία, διαφθορά) και όχι στον απλό περιορισμό του μεγέθους του.
Διάγραμμα 4. Αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα (2011)
Πηγή: World Bank, Government Effectiveness Indicator.
Το γενικότερο συμπέρασμα, όμως, είναι ότι δεν είναι το μέγεθος του δημόσιου τομέα που ενοχλεί. Είναι το χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο του προσωπικού του που ενοχλεί (ας όψονται τα ρουσφέτια!). Είναι η χαμηλή αποτελεσματικότητά του που ενοχλεί! Το πόσο εμποδίζει τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα είναι αυτό που ενοχλεί!
Καθηγητής ΕΚΠΑ
Με τη συνεργασία της Δανιηλοπούλου Νικολέτας
Οικονομολόγος, MSc
Ερευνήτρια In Deep Analysis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου