Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Κώστας Αθανασάκης: Η "μεταρρύθμιση" στον ΕΟΠΥΥ θα σημάνει συρρίκνωση του δημόσιου συστήματος Υγείας


Σε μείωση των παρεχομένων υπηρεσιών Υγείας από το δημόσιο σύστημα Υγείας αναμένει ο Κώστας Αθανασάκης να οδηγήσει η επιχειρούμενη "μεταρρύθμιση" της δημόσιας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στη χώρα μας. Ο επιστημονικός συνεργάτης του τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημοσίας Υγείας (ΕΣΔΥ) περιγράφει μεταξύ άλλων σήμερα στην "Αυγή" της Κυριακής την πορεία προς την κυριαρχία της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας στη χώρα μας, διά της απαξίωσης και της συρρίκνωσης του δημοσίου συστήματος Υγείας.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟ - ΑΥΓΗ

* Σε πρόσφατη δήλωσή σας στην "Αυγή" είχατε προβλέψει με απαισιοδοξία ότι "οι αποασφαλισμένοι ασφαλισμένοι του ΕΟΠΥΥ αποτελούν τα πρώτα σημάδια για μία προδιαγεγραμμένη πορεία προς την αποκλειστική κυριαρχία της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας στη χώρα μας, όπως συμβαίνει π.χ. στην Ολλανδία". Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε τους βασικούς άξονες του ασφαλιστικού συστήματος υγείας της Ολλανδίας;

Το σύστημα υγείας στη χώρα μας επί δεκαετίες χαρακτηρίζεται από υψηλή ιδιωτική δαπάνη, πιθανότατα ως συνέπεια της ανάγκης αναπλήρωσης της χαμηλής προσφοράς υπηρεσιών (σε όγκο και καταλληλότητα) από την πλευρά της δημόσιας παροχής. Φοβάμαι ότι η περαιτέρω περιστολή της δημόσιας συμβολής στον συνολικό όγκο των παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως αυτή προβλέπεται από την απαίτηση για διατήρηση της δημόσιας δαπάνης υγείας στο 6% του ΑΕΠ (ενός ραγδαία συρρικνούμενου ΑΕΠ, θα πρέπει να σημειωθεί), θα επιτείνει το φαινόμενο.

Ο στόχος του 6% είναι προφανώς αμφιλεγόμενος, αφού δεν υπακούει (δεν είναι συγκρίσιμος) στο πρότυπο άλλων χωρών με αντίστοιχα χαρακτηριστικά κοινωνικής ασφάλισης και επιδημιολογικών / δημογραφικών δεικτών με αυτούς της χώρας μας, ενώ είναι και προφανώς αντίθετος με τη συγκυρία, η οποία επιβάλλει βελτίωση της πρόσβασης σε καιρούς οικονομικής στενότητας - άρα και υψηλής νοσηρότητας, όπως αυτοί που βιώνουμε σήμερα.

Η συρρίκνωση της δημόσιας προσφοράς φοβάμαι ότι θα διατηρήσει το επίπεδο ιδιωτικής δαπάνης, η οποία είναι πολύ υψηλή (περί τα 5,5 δισεκατομμύρια ετησίως), αλλά και «άτυπη», καθώς στο συντριπτικό της ποσοστό αφορά απευθείας πληρωμές των χρηστών και όχι «επίσημα κανάλια», όπως αυτά μιας τυπικής ιδιωτικής ασφάλισης. Είναι πολύ πιθανό να ανακύψει στη δημόσια συζήτηση ακριβώς αυτή η «ανάγκη», η οποία θα πυροδοτηθεί περαιτέρω ένεκα της πτώσης της δημόσιας προσφοράς υπηρεσιών από την προωθούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση στον ΕΟΠΥΥ.

Σε συστήματα υγείας όπως της Ολλανδίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από χαμηλή δημόσια δαπάνη, αλλά και χωρών με ισχυρότερη δημόσια παρουσία, όπως της Δανίας ή της Σουηδίας, η ιδιωτική ασφάλιση δρα συμπληρωματικά και αποκτάται από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μέσω κινήτρων, κυρίως φορολογικών (φοροαπαλλαγές). Κατά τη γνώμη μου, όμως, ο δημόσιος χαρακτήρας του συστήματος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκατασταθεί από ένα τέτοιο μέτρο.

* Υπάρχουν πολλοί οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η μέτρηση κόστους - οφέλους στον τομέα της πρόληψης Υγείας δεν είναι τεχνικά δυνατή, με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες παροχής πρόληψης Υγείας να μην καθίστανται ανταγωνιστικές σε ένα περιβάλλον ασφυκτικής δημοσιονομικής στενότητας για τη χώρα μας. Έχει βάση επιστημονικά ο συγκεκριμένος ισχυρισμός ή έχουμε δυνατότητα να μετρήσουμε το κόστος και το όφελος των υπηρεσιών πρόληψης Υγείας;


Η επιστήμη των οικονομικών της υγείας, διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια έχει κάνει σημαντικές, σχεδόν αλματώδεις, προόδους στα ζητήματα μεθοδολογικής προσέγγισης των μετρήσεων κόστους και οφέλους των παρεμβάσεων υγείας, μεταξύ αυτών και των δράσεων της πρόληψης. Συνεπεία αυτού μπορούμε σήμερα να προβλέψουμε και να εκτιμήσουμε με μεγάλη ακρίβεια τις μελλοντικές συνέπειες των δράσεων πρόληψης. Χωρίς να μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το σύνολο των προληπτικών μέτρων ικανοποιούν κριτήρια οικονομικής αποδοτικότητας, υφίστανται (και έχουν δημοσιευθεί) απτές και συγκεκριμένες μετρήσεις κόστους - οφέλους, οι οποίες αποδεικνύουν ότι ένας σημαντικός αριθμός δράσεων πρόληψης είναι πράγματι (και) οικονομικά αποδοτικός, πέραν του οφέλους στο κλινικό επίπεδο.

* Γιατί πιστεύετε ότι το επίπεδο του εμβολιασμού των ενηλίκων κινείται σε τόσο χαμηλά επίπεδα (40%) στη χώρα μας, χαμηλότερα ακόμη και από τον μέτριο μέσο όρο (60%) του εμβολιασμού των ενηλίκων στις άλλες χώρες της Ε.Ε.;

Χωρίς να είμαι ο πλέον ειδικός, προσωπική μου άποψη είναι ότι η υστέρηση της συμμετοχής των ενηλίκων στους εμβολιασμούς είναι ένα μείγμα μη απόδοσης της προσήκουσας σημασίας σε ένα τέτοιο προληπτικό μέτρο από την πλευρά του συστήματος υγείας, αλλά και της έλλειψης κινήτρου, πιθανότατα λόγω άγνοιας των ωφελειών, από την πλευρά του πληθυσμού. Η Ελλάδα διαθέτει σήμερα ένα από τα καλύτερα προγράμματα εμβολιασμού ενηλίκων στην Ευρώπη.

Η επιτυχία, όμως, ενός τέτοιου προγράμματος δεν εξαρτάται από τις προβλέψεις του (αριθμός εμβολίων και υποψήφιος πληθυσμός προς εμβολιασμό), αλλά από τη δραστηριότητα της οργανωμένης πολιτείας προς την κινητοποίηση των χρηστών. Υπάρχουν χώρες με πολύ «φτωχότερα» προγράμματα, οι οποίες όμως μέσω της κινητοποίησης του πληθυσμού επιτυγχάνουν υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής, άρα και περισσότερα μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη. Έχει εκτιμηθεί ότι για κάθε ένα ευρώ που διατίθεται σε προγράμματα εμβολιασμού των ενηλίκων οι «επιστροφές» στην οικονομία (μειωμένη νοσηρότητα, αυξημένη παραγωγικότητα κ.ά.) ανέρχονται σε τέσσερα ευρώ.
* Ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Υφαντόπουλος ανέφερε πρόσφατα ότι οι δημόσιες δαπάνες Υγείας, οι οποίες κατευθύνονται στον τομέα της πρόληψης έχουν μειωθεί τα τελευταία τρία χρόνια κατά 40%. Ο ίδιος χαρακτήρισε αυτό το δεδομένο "μέγιστο οικονομικό παράδοξο". Θα συμφωνούσατε με την εκτίμηση του Γιάννη Υφαντόπουλου;

Το εύρημα του καθηγητή Υφαντόπουλου είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και συνάμα άκρως ανησυχητικό. Πράγματι αποτελεί ένα οικονομικό παράδοξο, δεδομένου ότι η πρόληψη και, ιδιαίτερα, η ορθή διαχείριση των παραγόντων κινδύνου για την υγεία και η ορθή διαχείριση των χρονίως πασχόντων αποτελεί μια πρακτική η οποία αποδεδειγμένα μπορεί να επιφέρει κλινικά αλλά και οικονομικά οφέλη στο σύστημα. Φοβάμαι, όμως, ότι απλώς αντικατοπτρίζει τη στρεβλή λογική της πολιτικής υγείας και της κλινικής πρακτικής στη χώρα μας, η οποία είναι εστιασμένη στην αντιμετώπιση επεισοδίων (δηλαδή στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη) και όχι σε μια προ-δραστική (proactive) προσέγγιση της ορθής διαχείρισης των ασθενών. Θεωρώ ότι χρειαζόμαστε μια διαφορετική οπτική, στη βάση της «επένδυσης» στην υγεία των ασθενών σε παρόντα χρόνο, ώστε να δούμε -απολύτως μετρήσιμα- αποτελέσματα στο εγγύς και στο απώτερο μέλλον.

* Πιστεύετε ότι ένας ενιαίος ασφαλιστικός οργανισμός, ο οποίος θα είναι αποκλειστικά και μόνον αγοραστής υπηρεσιών Υγείας, θα οδηγήσει σε ορθολογικότερη διαχείριση των δημοσίων δαπανών Υγείας οι οποίες αφορούν την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, σε σχέση με τον ΕΟΠΥΥ, ή θα οδεύσουμε προς μία "αναγκαιότητα" για περαιτέρω περικοπές στις παροχές Υγείας των κατοίκων της χώρας, καθώς η οικονομική διαχείριση θα εκτοξεύσει εκ νέου τις δημόσιες δαπάνες Υγείας;

Όπως αναφέραμε και στην αρχή αυτής της συνέντευξης, η επιχειρούμενη μεταρρύθμιση πιο πιθανό είναι να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της προσφοράς υπηρεσιών από το δημόσιο σύστημα υγείας παρά το αντίθετο. Η πηγή, όμως, του προβλήματος είναι μάλλον οικονομικής φύσης και δευτερογενώς οργανωτικής: ο ΕΟΠΥΥ και, κατά συνέπεια, η δημόσια παροχή υπηρεσιών υγείας υφίσταται τρομερές πιέσεις λόγω της ύφεσης αλλά και των απαιτήσεων για περιοριστικές πολιτικές.

Η λύση ίσως πρέπει να αναζητηθεί σε ένα νέο υπόδειγμα χρηματοδότησης, από πιο εκτεταμένες πηγές, με «εσωτερίκευση» μέρους της ιδιωτικής δαπάνης και ισχυροποίηση του δημόσιου πυλώνα παροχής υπηρεσιών υγείας. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να σχεδιάσουμε πολιτικές ευρείας κάλυψης, ώστε να αποφύγουμε το «κύμα απο-ασφάλισης», άρα και αύξησης της νοσηρότητας και της υγειονομικής δαπάνης, που αναμένουμε βάσει των τεκταινόμενων στην υγεία και την οικονομία σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου