Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Φάρμακο: Αλλαγές ή δημοσιονομική μονομέρεια;


Του Κυριάκου Σουλιώτη 

Οι συνέπειες της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η οποία πλήττει τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, είναι εμφανείς σε όλα τα πεδία άσκησης δημόσιων πολιτικών. Άλλωστε, η νέα πραγματικότητα σκιαγραφείται, μεταξύ άλλων, από την απώλεια 100 δισ. δολ. στο ΑΕΠ την περίοδο 2009-2013, το οποίο σημειώνει τη μεγαλύτερη υποχώρηση στις χώρες του ΟΟΣΑ και κυμαίνεται πλέον στο χαμηλότερο επίπεδο τα τελευταία 10 χρόνια, την ύπαρξη ενός 20% των ενηλίκων που διαμένουν σε νοικοκυριό χωρίς εισόδημα από απασχόληση και, κυρίως, τη διαμόρφωση ενός πρωτοφανούς επιπέδου ανεργίας ειδικά στους νέους. 

Κάτω από την επίδραση της "επίμονης" αυτής οικονομικής κρίσης και την πρωτοφανή περιστολή των κοινωνικών δαπανών, η πολιτική υγείας ασκείται κατά βάση στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων για έλεγχο της σχετικής δαπάνης. Ωστόσο, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που έχουν τεθεί στην υγεία έχουν οδηγήσει σε μια πρωτοφανή για αναπτυγμένη χώρα προσαρμογή των σχετικών μεγεθών (δαπανών), με υποχώρηση που, σε κάποιες περιπτώσεις, υπερβαίνει το 50%. Η περίπτωση της φαρμακευτικής δαπάνης είναι χαρακτηριστική, καθώς από τα (επίσης πρωτοφανή) 5,3 δισ. ευρώ περίπου του 2008, η χώρα καλείται πλέον να προσαρμοστεί σε στόχους που δεν ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ ετησίως. 


Ωστόσο, το ερώτημα που δημιουργείται υπό αυτές τις συνθήκες είναι εάν με τα νέα δεδομένα μπορεί να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών σε θεραπεία, καθώς: 

- η κατά κεφαλήν δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα είναι από το 2011 και μετά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόκλιση να αυξάνεται (~300 € έναντι ~180 € περίπου για το 2014), 

- ασθενείς σοβαρών παθήσεων αναφέρουν εμπόδια στην πρόσβαση στη θεραπεία, τα οποία ωστόσο έχουν περιοριστεί λόγω της βελτίωσης που διαπιστώνεται στη λειτουργία των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ (βλ. μελέτες HOPE I και HOPE II του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου), 

- η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης επιβάρυνε, πέρα από τους φορείς του κλάδου (φαρμακευτικές επιχειρήσεις, φαρμακαποθήκες, φαρμακοποιοί κ.λπ.), και τους ασθενείς, η συμμετοχή των οποίων στο κόστος των φαρμάκων αυξήθηκε σημαντικά (από 12,8% τον Ιανουάριο του 2012 σε 24,4% τον Δεκέμβριο του 2013), την ίδια στιγμή που τα εισοδήματα έχουν μειωθεί κατά 30% περίπου, 

- το αυξημένο αυτό ποσοστό έρχεται να προστεθεί σε μια διαχρονικά υψηλή ιδιωτική δαπάνη υγείας -και άρα επιβάρρυνση των νοικοκυριών- η οποία κατατάσσει τη χώρα σε μια από τις υψηλότερες θέσεις παγκοσμίως. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω στρεβλώσεις δεν αναιρούν εξ ολοκλήρου την ακολουθούμενη πολιτική, η οποία αρχικά άντλησε τεκμηρίωση από τις συμπεριφορές του παρελθόντος που έφεραν την Ελλάδα στην υψηλότερη θέση στην Ευρώπη όσον αφορά στον όγκο των σκευασμάτων που καταναλώνονταν αλλά και στο αντίστοιχο κόστος (κατά κεφαλή). Άλλωστε, από την πολιτική των τελευταίων ετών ξεχωρίζει η σημαντική πρόοδος που έγινε στο ζήτημα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, ενώ θετικά εξελίσσονται οι πρωτοβουλίες που αφορούν στα θεραπευτικά πρωτόκολλα, τα μητρώα ασθενών (registries), την αποζημίωση μετά από διαπραγματεύσεις στη βάση νέων για τη χώρα τεχνικών (π.χ. risk-sharing) και τον εμπλουτισμό του καναλιού διανομής με κατ΄ οίκον παράδοση φαρμάκων σε απομακρυσμένες περιοχές ή σε ασθενείς με προβλήματα μετακίνησης (με την εποπτεία του ΕΟΠΥΥ). 

Ωστόσο, η δημοσιονομική μονομέρεια η οποία έχει επιβληθεί από τους δανειστές μας έχει περιορίσει σχεδόν αποκλειστικά την ατζέντα της πολιτικής φαρμάκου στα ζητήματα του περιορισμού του κόστους. Υπό την οπτική αυτή, στον όποιο σχεδιασμό συχνά παρεμβάλλονται μέτρα, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις αφ΄ ενός στερούνται τεκμηρίωσης και αφ΄ ετέρου δεν αποτελούν "καλή πρακτική" που ενδεχομένως έχει υιοθετηθεί με επιτυχία σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Έχουν δε ως αφετηρία την πίεση που περιοδικά ασκεί κάποια υπέρβαση στους μηνιαίους(;) προϋπολογισμούς που έχουν τεθεί, παρά την εποχικότητα των σχετικών μεγεθών. 

Επιπλέον, η άσκηση αποκλειστικά περιοριστικής πολιτικής στο χώρο του φαρμάκου αγνοεί τις επιπτώσεις και σε αυτά καθ΄ εαυτά τα έσοδα του κράτους από το συγκεκριμένο κλάδο (φόροι, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.), η πορεία των οποίων καταδεικνύει πως, από ένα σημείο κι έπειτα, η περαιτέρω μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης δεν συνιστά μια συμφέρουσα, από δημοσιονομικής σκοπιάς, επιλογή. Η χρήση δε του μηχανισμού τιμών ως σχεδόν μοναδικού εργαλείου ρύθμισης αφ΄ ενός "ακυρώνει" τον αναπτυξιακό χαρακτήρα του κλάδου και αφ΄ ετέρου περιορίζει τις θεραπευτικές επιλογές για τον ασθενή, τη στιγμή που η διεθνής εμπειρία προσφέρει επιλογές με μεγαλύτερο δημοσιονομικό όφελος, οι οποίες δεν υποβαθμίζουν τη λειτουργία της αγοράς. 

Εν κατακλείδι, η ανάγκη για αλλαγή της ατζέντας της πολιτικής φαρμάκου και υπέρβαση της στενά δημοσιονομικής οπτικής είναι επιβεβλημένη. Υπό το πρίσμα αυτό απαιτείται μια διαρθρωτική προσέγγιση στη βάση των πραγματικών μεγεθών και με συνολική αντιμετώπιση του κλάδου, δεδομένης και της συμβολής του στο εισόδημα και την απασχόληση. Πρόσθετα, είναι εμφανής η αναγκαιότητα για έναν ευρύτερο ανασχεδιασμό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εμπειρία να είναι σαφής: ο οργανισμός φαρμάκων είναι αρμόδιος για το τί και πώς κυκλοφορεί, ο πληρωτής για το τί και πώς αποζημιώνεται και το Υπουργείο εποπτεύει την όλη διαδικασία ασκώντας πολιτική φαρμάκου (και όχι μόνο φαρμακευτικής δαπάνης). 

*Ο Κυριάκος Σουλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός συνεργάτης – επισκέπτης καθηγητής στην Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ

Πηγή:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου